Είναι κάτι νύχτες που ξυπνώ κάθιδρος και συλλαμβάνω τον εαυτό μου να πεθαίνει κομμάτι – κομμάτι. Το στόμα μου γεμάτο από λέξεις σπασμένες γλωσσών αγνώστων ή λησμονημένων. Πίνω νερό κι αναθυμάμαι στιγμές στίγματα πυρφόρα κι αείζωα μαζί της. Άννα τη λέγαν ή Μαρία – αδιάφορο. Τρέχω σε πράσινα λιβάδια που ολοένα καίγονται και καταλήγω σε τοίχους σκιώδεις κάπου στο κέντρο. Ίσως. Ίσως χθες ίσως πάλι και όχι. Μα τι σημασία έχει τώρα πια; Τώρα πόνοι βουβοί στομάχι δηλητήριο και μια κασέτα να παίζει μονότονα ώσπου ένα κλικ να με επαναφέρει στον ορίζοντα. Ναι: είναι κάτι νύχτες που θυμάμαι κι ύστερα αλλάζω πλευρό και λησμονώ.
«ΌΤΑΝ Η ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΕΧΕΙ ΦΘΑΣΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΟΠΟΥ ΑΝΑΠΟΔΡΑΣΤΑ Η ΣΚΕΨΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΟΥ, ΤΟΤΕ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΞΙΧΝΙΑΣΗΣ ΜΙΑΣ ΤΕΤΟΙΑΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΡΝΗΘΕΙ ΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΙΣ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΟΥ ΟΙ ΚΟΣΜΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ ΤΙΣ ΜΑΤΑΙΩΣΟΥΝ ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΑ».
Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Λοιπόν, αυτό μάλλον είναι το τελευταίο μου σχόλιο πριν την αντάμωση,συνεπώς δώσε βάση:
1) Ωραίο το μαύρο (το χρώμα)
2) Πολύ καλό το κείμενο
3) Άννα την έλεγαν. :))
μουχαχαχαχαχαχαχαχααχαχ
Πόσα (δεν) ξέρεις...
ΔΕΝ την έλεγαν Άννα. Κατόπιν τούτου εβραβεύθη...
Δημοσίευση σχολίου