ο χάρτης δεν ήτανε η πόλη
κι εγώ δεν έπαυα να περπατώ
σε κάποιο έτος άγραφο κι ανέκδοτο
τρίζοντας τα παπούτσια μου στα μεσημέρια
των στερημένων εγκλημάτων
πέρασαν πωλητές ενήμεροι
καταναλώνοντας καφέδες κατακόκκινα κρασιά
ο μπάρμαν άνοιγε τρύπες και λεμονάδες
και το τραπέζι μακρινό και φαγωμένο
νότες απέναντι ένα ημίφως ξένο
παρόν ξεκάθαρα κι αρκούντως ιδεώδες
ανάλαφρα διαπερνούσε τον καπνό μου
κι εγώ, ο βραχνιασμένος ανθοφόρος, δεν κινούμαι
να μπω, να κρύψω και να φύγω
στα πεζοδρόμια μιας μακρινής και ίσιας πόλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου