Τετάρτη, Μαΐου 28, 2008

ΣΧΟΛΙΟ ΟΥΔΕΝ


Για μια Ιστορία κατοικήσιμη

(από τη Θεωρία, τη Λογοτεχνία, την Αριστερά – και όλους μας)

Της Βιβής – γιατί έτσι


|Θα χάσουμε ακόμα και την ανάμνηση/ της συνάντησής μας/ κι όμως θα ξαναβρεθούμε/ για να χωρίσουμε και να ξανανταμωθούμε/ εκεί όπου ανταμώνουν οι νεκροί:/ στα χείλη των ζωντανών|

Σάμουελ Μπάτλερ

«Πες μου λοιπόν μπαμπά, ποια είναι η χρησιμότητα της Ιστορίας;». Διόλου τυχαία, αυτή είναι η αρχή του τελευταίου, ημιτελούς έργου, ενός από τους ελάχιστους ιστορικούς που θα μπορούσε κάποιος να καλέσει δικαίως ως μάρτυρα υπεράσπισής της. Παρά το πρωθύστερο σχήμα των μέγιστων ερωτημάτων και το χρονικά προσδιορισμένο των απαντήσεων, η έκθεσή τους είναι απαραίτητη: ποια Ιστορία; Χρήσιμη για ποιον/ποια; Πώς μπορεί να καθίσταται χρήσιμη μια κοινωνική επιστήμη; Στα όρια αυτού του κειμένου, με αυτά θα ασχοληθώ επί τροχάδην, συχνά σκοπίμως υπερερμηνεύοντας την πρώτη σελίδα της |Απολογίας για την Ιστορία| του Μαρκ Μπλοκ.

Ιστορία και θεωρία

Ένα παιδί ρωτά έναν επιστήμονα. Η Ιστορία, φυσικός διάδοχος του μύθου, συγκροτείται ως επιστήμη κατά τα πρότυπα των φυσικών επιστημών, μέσω κάποιων εξαγγελλόμενων αλλά προγραμματικών αποκλεισμών. Αποκλείεται η ρητορική –εν ονόματι της σαφήνειας και της μονοσημαντότητας. Αποκλείεται η μυθοπλασία –εν ονόματι του ομοιογενούς και αργότερα μετρήσιμου δεδομένου. Αποκλείεται η υποκειμενικότητα –εν ονόματι της αντικειμενικότητας, της σύμφωνης με το πνεύμα του καπιταλισμού ακαδημαϊκής ασκητικής. Οι κατηγορίες που αποκλείστηκαν από την επιστήμη, περικλείστηκαν στο χώρο της «λογοτεχνίας». Αποκλεισμοί, απαγορεύσεις, περιορισμοί, χάρη στους οποίους συγκροτήθηκε η ιστορική επιστήμη και η ιστορική κουλτούρα μας. Βαραίνουν ακόμα την Ιστορία, αλλά αποτελούν και το τίμημα που πλήρωσε για την ενηλικίωσή της.

Η δεύτερη σειρά αποκλεισμών, και η πλέον φανερή, αφορά στο ερευνητικό αντικείμενο: τα θεωρούμενα ως σημαντικά και αξιόλογα γεγονότα, η ιστορία των μεγάλων ανδρών, των ηγετικών ομάδων. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αυτή ήταν η Ιστορία μέχρι τη δεκαετία του 1930. Μόλις τότε οι «συνηθισμένοι άνθρωποι», όχι πια με τη μορφή του σιωπηρού πλήθους ή του «έθνους», τέθηκαν στο προσκήνιο της έρευνας. Πρώτα ως τμήμα ενός σχετικά αμιγούς συνόλου εντός μιας συγχρονίας, υπό το πρίσμα των κοινών τους γνωρισμάτων -παρά τη σχετική δημοκρατικότητά της, στα πρώτα της βήματα η «νοοτροπία» υπήρξε μια έννοια διαταξική. Σχεδόν ταυτόχρονα, ως μια σειρά αριθμών σε στατιστικούς πίνακες. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι κοινωνίες του παρελθόντος εντάχθηκαν, κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο, στα ιστορικά έργα: ως κοινωνίες, ως τάξεις, ως επαγγελματικές κατηγορίες. Ως κανονικότητες. Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, άρχισαν να εντάσσονται και τα θεωρούμενα μέχρι πρότινος «απορρίμματα» της Ιστορίας. Από τους «ταπεινούς», τους «συνηθισμένους», τους «άσημους», τους «ηττημένους», και φυσικά την πλέον απωθημένη κατηγορία, τις γυναίκες, περάσαμε στη μελέτη ατόμων ή ομάδων που στο πλαίσιο μιας κυρίαρχης ταξινόμησης θα μπορούσαν να κατονομαστούν ως εκπρόσωποι του ανορθολογικού, του εκκεντρικού, του αλλόκοτου.

Η άρση του τελευταίου αποκλεισμού είναι ίσως και η κρισιμότερη. Όχι από τη σκοπιά του περιεχομένου, αλλά κυρίως από αυτή της μορφής, της μεθόδου, των θεωρητικών προϋποθέσεων και των επεκτάσεων, που έχει ή φαίνεται να έχει στο συνολικό οικοδόμημα της Ιστορίας. Αυτό που άρχισε απλά ως μια περαιτέρω επέκταση, στις μέρες μας μοιάζει να έχει μεταβάλλει όχι μόνο τη διαρρύθμιση αλλά και τα ίδια του τα θεμέλια. Καταρχήν, τα τείχη των πρώτων αποκλεισμών, των πιο αόρατων και γι’ αυτό των πιο ανθεκτικών. Αναφέρομαι παραδειγματικά στον Φουκώ, στον θεωρητικό Φουκώ, ο οποίος καταδεικνύοντας τη χειρονομία του αποκλεισμού (της «τρέλας», της «παραβατικότητας», της «ανωμαλίας»), έθεσε στο επίκεντρο του προβληματισμού των κοινωνικών επιστημόνων την προβληματοποίηση της έννοιας της ταξινόμησης, της αναπαράστασης, της αντικειμενικότητας. Ο ιστορικός Φουκώ θα απασχολούσε πολύ λιγότερο: ενδιαφέρθηκε μάλλον για την έννοια και τη σημασία του αποκλεισμού, παρά για τους ίδιους τους αποκλεισμένους.

Ό,τι θα μπορούσε χάριν συντομίας να ονομαστεί γλωσσική και ανθρωπολογική στροφή, κλόνισε ακόμα περισσότερο τις βεβαιότητες της σύγχρονης Ιστορίας. Η γλωσσική στροφή, όχι μόνο υπενθύμισε στους ιστορικούς ότι είναι αναγνώστες και συγγραφείς κειμένων, και άρα, μεταξύ άλλων, χρήστες και ερμηνευτές ρητορικών τρόπων, αλλά, κυρίως, έκανε κάποιους να αναρωτηθούν ως και για το εφικτό μιας επιστήμης με αυτό το όνομα. Το όριο μεταξύ λογοτεχνικής, μυθοπλαστικής και ιστορικοεπιστημονικής αφήγησης τέθηκε πλέον ως πρόβλημα. Η ανθρωπολογική στροφή, εκριζώνοντας σε κάποια πεδία τον εναπομείναντα ντετερμινισμό, μετατόπισε το κέντρο βάρους στο πολιτισμικό, στη διερεύνηση της ταυτότητας και της συνείδησης, υπό το πρίσμα όχι πια της εξήγησης αλλά της ερμηνείας και της κατανόησης.

Ιστορία και αριστερά

Τα προηγούμενα ίσως εκθέτουν με αδρές γραμμές και πρόχειρα μια εσωτερική ιστορία της ιστορικής επιστήμης, όμως με τρόπο μάλλον δυσνόητο σε μη ειδικούς και σίγουρα ακατανόητο στο παιδί από το οποίο εμπνεύστηκε ο Μπλοκ την αρχή του έργου του. Με αυτή την παρατήρηση, προχωρώ αμέσως στην απάντηση της δεύτερης ερώτησης. Είναι πράγματι δύσκολο να επικοινωνείς «με σοφούς και σχολιαρόπαιδα» μέσω ενός κειμένου, και μάλλον παράδοξο να μιλάς |περί| των αποκλεισμένων, |εξ ονόματός τους|, αποκλείοντάς τους. Παρά τον συνεχή εκδημοκρατισμό της Ιστορίας (από τη σκοπιά των ερευνητικών αντικειμένων αλλά και των υποκειμένων, των ερευνητών), δεν σημαίνει ότι αυτή έγινε πιο «προσιτή» στους αναγνώστες της. Ο «εργάτης που διαβάζει» του Μπρεχτ, παρά την πληθώρα των ιστορικών έργων που έκτοτε απάντησαν στο ερώτημά του, ίσως να ανοίξει το δέκτη της τηλεόρασης κι ακούσει (και πεισθεί) πως τις «Εφτάπυλες Θήβες» τις έχτισαν εξωγήινοι. Σκοπίμως λαϊκιστική η χροιά της προηγούμενης φράσης, για να τεθεί έντονα ένα ζήτημα, η απάντηση του οποίου δεν βρίσκεται στην εκλαΐκευση αλλά στο ίδιο το θεμέλιο της Ιστορίας, αυτής τουλάχιστον που ενδιαφέρεται για τον εργάτη-αναγνώστη και για την άρση κάθε είδους αποκλεισμού.

Η φράση «προσιτή στους αναγνώστες» είναι φυσικά αμφίσημη. Προσιτό είναι κάτι που έχουμε μπροστά μας, κάτι που μπορούμε να αναγνωρίσουμε, κάτι οικείο ή οικειοποιήσιμο. Με αυτή την έννοια, οποιοδήποτε ιστορικό μυθιστόρημα, τηλεοπτική εκπομπή ή κινηματογραφική ταινία εποχής, θα είναι (αν στο μεταξύ δεν αλλάξει τίποτε) απείρως πιο «προσιτό» στον μη ειδικευμένο αναγνώστη ή θεατή, από οποιοδήποτε επιστημονικό ιστορικό έργο, τουλάχιστον από αυτά που κυκλοφορούν σήμερα.

Δεν είναι ζήτημα γλώσσας ή απλότητας ύφους η άρση των κυρίαρχων στερεοτύπων, η μεταβολή της κοσμοεικόνας, η τάση για υποταγή στην αυθεντία. Δεν είναι ζήτημα περιεχομένου. Συχνά, το ενδιαφέρον της ανάδειξης όσων οικοδόμησαν Εφτάπυλες Θήβες κατασκεύασε ιστορικά έργα δομημένα από τα παλαιά υλικά της Ιστορίας «των μεγάλων ανδρών», ως μίμηση και αντεστραμμένο είδωλό της. Παρότι απολύτως κατανοητή, τιθέμενη στον αστερισμό της πολιτικής πρακτικής μιας στρατευμένης ιστοριογραφίας, η προσφορά παραδειγμάτων προς μίμηση (exempla τα ονόμαζαν οι εισηγητές του μαθήματος της Ιστορίας στα σχολεία, οι ιησουίτες ρήτορες) μόνο βραχυπρόθεσμα ωφέλησε. Το στήσιμο ανδριάντων στους «ανώνυμους» ηττημένους της ιστορίας ή η συγγραφή ύμνων στην ετερότητα, παρότι ανακουφιστική δεν είναι λυτρωτική.

Έργο του ιστορικού που ενδιαφέρεται για την κοινωνική απελευθέρωση είναι η μερική επιστροφή της γνωστικής υπεραξίας στους παραγωγούς της ιστορίας: κάτι που έχουν χωρίς να το κατέχουν, κάτι που διαθέτουν χωρίς να το γνωρίζουν. Γράφοντας σε ένα είδος μελλοντικού ενεστώτα, φέρνοντας στο φως τα θεωρητικά, μεθοδολογικά εργαλεία του, τα (όχι πια) «μυστικά» του επαγγέλματός του, παρουσιάζοντας το οικείο ως ανοίκειο και το μακρινό ως εγγύτατο, ενθυμούμενος συνεχώς την ουσιώδη άγνοιά του, καθοδηγώντας τους αναγνώστες του καθοδηγούμενος ταυτόχρονα από την εικόνα τους, δεν μπορεί παρά να ελπίζει σε μελλοντικούς αναγνώστες και μελλοντικούς ιστορικούς ικανότερους από τον ίδιο.

Η κριτική στον κυρίαρχο, η άρνηση των (τόσο οικείων) κοινών τόπων, των στερεοτύπων, δεν μπορεί παρά να αρχίζει από αυτά. Όσο απομακρυσμένο κι αν είναι στο χρόνο ή τον χώρο το συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο του ιστορικού, το κύριο πεδίο παρατήρησής του παραμένει η ίδια η κοινωνία όπου ζει και γράφει. Η ελλιπής μελέτη της, η θέση που έχει ή που θα ήθελε να έχει εντός της, φανερώνεται και στο έργο του. Η εύρεση, εξέταση και παρουσίαση στον αναγνώστη των ιχνών του παρελθόντος στο παρόν, η ανάδειξη της διαφοράς, των οδών του παρελθόντος που αποδείχτηκαν αδιέξοδα, της ασυνέχειας, είναι κι αυτή μια καλή αρχή επικοινωνίας.

Ιστορία και αφήγηση

Πολλά ακόμα θα μπορούσαν να ειπωθούν, κι άλλα πολλά δεν θα μπορούσαν. Μια νέα γλώσσα και μια νέα μορφή ίσως θα χρειάζονταν, παρότι ο ιστορικός οικοδομεί χρησιμοποιώντας και μετασχηματίζοντας υλικά παλιά. Κρίνεται για τα παράθυρα, τις πόρτες, τη θέση των δωματίων σε σχέση με το ηλιακό φως. Το έδαφος είναι δεδομένο –δεν αλλάζει. Είναι απλώς ένας μάστορας που, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα πάρει διαφορετικά χρώματα, φτιαγμένα από δάκρυα, και θα τα μετατρέψει σε αφήγηση, αναμένοντας ένα παιδί που θα ζητήσει ν’ ακούσει αυτήν, κι όχι κάποιο παραμύθι. Και αυτή θα του διηγηθεί, βοηθώντας το παιδί να αποκοιμηθεί, γνωρίζοντας, όμως, πως οι νεκροί θα παραμείνουν νεκροί, αλλά και ότι κάποια όνειρά τους είναι ικανά να μας ξυπνήσουν. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να είναι η επιστήμη, η οποιαδήποτε κοινωνική επιστήμη, όσο προωθημένοι κι αν είναι οι λειτουργοί της. Το έδαφος της κοινωνίας – κι όσον αφορά τον ιστορικό, το έδαφος της αφήγησης, είναι που πρέπει ν’ αλλάξει.


1 σχόλιο:

post.nubila.user είπε...

μπορεί ο ιστορικός να βλέπει την ιστορία σα δημιουργική επιστήμη, σαν μια ζωγραφική άσκηση που δεν αλλάζει ούτε απελευθερώνει τίποτα άλλο από το βλέμμα του αναγνώστη: η ιστορία είναι μια τέχνη. (στρατευμένη, ιμπρεσιονιστική, ρεαλιστική), πάντως τέχνη. Οι ιστορικοί αρνούνται να το δουν αυτό, και μας κάνουν τη ζωή δύσκολη σε μας τα νέα παιδιά που ψαχνουν στο παρελθόν αναλογίες παρά αιτίες.