Τρίτη, Απριλίου 17, 2007

ΑΝΕΠΙΔΟΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ



Αγαπητή Μ.,
Δε σου έγραψα τόσον καιρό όχι γιατί σε ξέχασα (είναι το μόνο που δε θα μπορούσε να συμβεί), αλλά απλώς γιατί θέλησα να αφήσω τον εαυτό μου λίγο παράμερα, να μη με σκέφτομαι για κάποιο διάστημα, ώστε όταν τον ξαναπιάσω να είναι ένας άλλος: ο φόβος της αλλαγής, της γόνιμης ίσως αλλαγής, και μια διάθεση για πράξεις αυτόματες, δίχως δεύτερη σκέψη, δίχως ανάλυση. Και τώρα εδώ: στον ίδιο τόπο αλλά σε διαφορετικό σημείο, με άλλα πρόσωπα, άλλα συναισθήματα, άλλες φοβίες.
Στο χρόνο που κύλησε μεταξύ των δύο γραπτών άρχισα να αγαπώ αυτό τον τόπο. Να τον βλέπω αλλιώς και άλλο. Άρχισα να ξαναβρίσκω το σκοπό αυτής της διαδρομής. Την ιστορία και τον μύθο.
Αν έπρεπε να μιλήσω με γεγονότα, για το τί μου συνέβη, δε θα είχα και πολλά να πω: μετακόμισα δύο φορές, πέρασα κάποια μαθήματα, συγκρούστηκα με κάποιους ανθρώπους, εκτίμησα κάποιους άλλους. Αυτά είναι όλα. Πρέπει να μετακινηθώ στο πεδίο των συναισθημάτων και των σκέψεων για να σου δώσω μια εικόνα - αλλά οι λέξεις φτωχές και αμίλητες αν δεν είσαι θηριοδαμαστής ή γλύπτης λέξεων - αν δεν μπορείς να τις τιθασσεύσεις ή να τις πλάσεις όπως θες. Κι εγώ, πάω να πιάσω μια "αγάπη" και γίνεται "αντιλόπη", πάω να σκαλίσω ένα "βλέμμα" και καταλήγει "βράχος". Μάταιο. Άτοπο.
Οπότε τι μου μένει να σου χαρίσω; Μια απάντηση. Γιατί το θέατρο; γιατί η Ιστορία; Μα πώς; Με ένα παραμύθι.
"Μια φορά κι έναν καιρό", λοιπόν, "ήταν ένα παιδάκι. Ένα παιδάκι μόνο του. Με δυο γονείς περίλυπους όπως η εποχή τους. Και δίχως παπούδες. Σε τι χρησιμεύουν οι παπούδες; στα χρόνια μας; Α, ναι, για να διηγούνται παραμύθια. Το παιδάκι δεν τους είχε - δεν τους γνώρισε ποτέ. Κι αυτός ήταν ο καημός του. Κλεισμένο σ΄ένα σπίτι, λοιπόν, χωρίς αδέλφια και παπούδες, καθότανε και κοίταζε τους τοίχους. Όμως, μές στη μοναξιά του, ήρθε και τον βρήκε μια μάγισσα καλή. Και τού΄κανε δώρο μια μαύρη γάτα, που την έλεγαν Ανάγνωση. Όποτε λοιπόν το παιδάκι αισθανόταν μόνο, χάιδευε τη γάτα κι αμέσως εμφανιζότανε μπροστά του ένα βιβλίο.
Πολλά παραμύθια έμαθε από τότε το παιδάκι. Πολλά πρόσωπα τον συντρόφευσαν τις μέρες και τις νύχτες.
Κάποια στιγμή, όταν το παιδάκι είχε μεγαλώσει αρκετά, τον επισκέφθηκε μια Ιδέα.
"Γιατί να μη δημιουργήσεις κι εσύ ένα παραμύθι, ολότελα δικό σου; ή καλύτερα, μια ολόκληρη σειρά παραμυθιών, όχι με πριγκηπόπουλα και κακούς λύκους, όχι σκληρά αλλά με καλό τέλος. Παραμύθια αληθινά, σαν αυτά που γεννιούνται και πεθαίνουν κάθε μέρα στους έξω δρόμους. Σαν αυτά που πάντοτε υπήρχαν;"
Κάπως έτσι το παιδάκι του παραμυθιού αποφάσισε να δρασκελίσει την εξώπορτα και να γίνει ιστορικός. Βάδισε δρόμους και βουνά, κατέβηκε υπόγεια και όχθες ποταμών πέρασε, μπήκε σε εργοστάσια και καλύβες, άκουσε, μύρισε και άρχισε να γράφει.
Πέρασε κάμποσος καιρός, μέρες, μήνες, χρόνια, πολλά ρολόγια χτύπησαν τις ώρες, πολλά χρώματα έσβησαν και χάθηκαν. Και μια νύχτα εμφανίστηκε μπροστά του η παλιά καλή μάγισσα.
Όλα αυτά τα χρόνια τον ακολουθούσε, περήφανα κοιτώντας τον που έμεινε παιδί. Μόνο ένα παράπονο είχε. Μόνο ένα ακόμα δώρο.
Οι ιστορίες κρυώνουν μόνες τους εκεί έξω. Να μπουν πρέπει στις καρδιές άλλων ανθρώπων, να μην είναι μόνες, να μην κρυώνουν.
Κι έτσι το παιδί του παραμυθιού αποφάσισε να γίνει παραμυθοένεση - δηλαδή, να εισάγει τις ιστορίες του σε βλέμματα. Θέατρο αποκαλείται πια στις μέρες μας"[...].
Κι εσύ το ξέρεις: θέλει δύναμη, κι ας πέφτεις.

5 σχόλια:

Τίποτα είπε...

Το θέατρο. Παρηγοριά μεγάλη.

ιωάννα της λωραίνης είπε...

κάποτε...(;)

Τίποτα είπε...

Πάντα. Πάντα.

ιωάννα της λωραίνης είπε...

τείνω να το πιστέψω. Αλλά εξαρτάται και από τον βαθμό αληθείας που του προστίθεται - κι από το μη μετρήσιμο πάθος...

Τίποτα είπε...

Δεν είναι ώρα για επιχειρηματολογίες τώρα. Άλλη φορά. Προς το παρόν, σκοτάδι.