Σάββατο, Απριλίου 07, 2007

περίπου


ΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΩΣ ΕΙΔΟΣ
TH. W. ADORNO



« Στη θετικιστική πρακτική το περιεχόμενο, αφ’ ης στιγμής παγιωθεί πάνω στο πρότυπο της καταγραφής πρωτοκόλλων, υποτίθεται πως δε μετέχει στην παρουσίασή του, η οποία υποτίθεται πως υπακούει σε τυπικούς κανόνες και δεν καθορίζεται από το αντικείμενο. Όσον αφορά το ένστικτο της επιστημονικής καθαρολογίας, κάθε σκίρτημα της έκφρασης κατά την παρουσίαση θέτει σε κίνδυνο μιαν αντικειμενικότητα, που τάχα αναδύεται όταν το υποκείμενο εξαλείφεται. Θέτει επομένως σε κίνδυνο την καθαρότητα του αντικειμένου, η οποία τόσο περισσότερο εδραιώνεται , όσο λιγότερο στηρίζεται στην υποστήριξή της από τη μορφή – παρά το γεγονός ότι ο νόμος που ορίζει τη μορφή είναι να παραδίδει το αντικείμενο καθαρό και χωρίς πρόσμιξη. Στην έντονη αντιπάθειά του προς τις μορφές ως καθαρά τυχαία γνωρίσματα ( Akzidenzien[1]), το επιστημονικό πνεύμα αγγίζει τα όρια ενός άκαμπτου δογματισμού. Ο ανεύθυνος και άτσαλος λόγος φαντασιώνεται ότι αποδεικνύει την ύπαρξη της υπευθυνότητας μέσα στο αντικείμενό του και ο στοχασμός επί πνευματικών ζητημάτων καταντά προνόμιο όσων στερούνται το πνεύμα. [σ. 12 – 13]



Αποχωρισμένη δια της βίας από την πειθαρχία της ακαδημαϊκής ανελευθερίας, η πνευματική ελευθερία γίνεται η ίδια ανελεύθερη, όταν υπηρετεί τις κοινωνικά προδιαμορφωμένες ανάγκες της πελατείας της. [σ. 14]

Με την εξαντικειμενίκευση (Vergegenständlichung) του κόσμου, κατά την πορεία προϊούσης απομυθοποίησης, η τέχνη κι η επιστήμη έχουν διαχωριστεί. Μια συνείδηση για την οποία Ενόραση και Έννοια, εικόνα και σχέδιο θα αποτελούσε ένα και το αυτό – αν υπήρξε ποτέ μια τέτοια συνείδηση – δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί μαγικά κι η αποκατάστασή της θα συνιστούσε ξανακύλισμα στο χάος. Μια τέτοια συνείδηση είναι νοητή μόνο ως ολοκλήρωση της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, ως ουτοπία, την οποία συνέλαβε η ιδεαλιστική φιλοσοφία από τον Καντ κι εδώ υπό την ονομασία της διανοητικής ενόρασης (intellektuelle Anschaung), κάτι που αποτύγχανε κάθε φορά που η γνώση σχετικά με επίκαιρα θέματα απευθυνόταν σ’ αυτήν. Όπου η φιλοσοφία φαντασιώνεται πως δανειζόμενη από την ποίηση μπορεί να καταργήσει την εξαντικειμενικευμένη σκέψη και την ιστορία της – ότι η τρέχουσα ορολογία ονομάζει αντίθεση Υποκειμένου και Αντικειμένου – και όπου (η φιλοσοφία) ελπίζει πως το ίδιο το Είναι θα μιλήσει σε μια ποιητική γλώσσα συντεθειμένη από ένα μείγμα Παρμενίδη και Jungnickel, τότε αυτή μετατρέπεται σε άχρηστη πολιτιστική μωρολογία. Με χωριάτικη πονηριά που δικαιολογείται ως πρωτογονικότητα, αρνείται να τιμήσει τις υποχρεώσεις της εννοιολογικής σκέψης, τις οποίες εν τούτοις είχε προσυπογράψει όταν μετασχημάτιζε έννοιες σε προτάσεις και κρίσεις. [σ. 15]

Οι επιστημολογίες οι οποίες διακρίνουν την προεπιστημονική από την επιστημονική συνείδηση έχουν όλες τους αντιληφθεί τη διάκριση αυτή απλώς και μόνο ως διάκριση βαθμού. Το γεγονός ότι δεν προχώρησαν πέρα από την απλή διαβεβαίωση αυτής της δυνατότητας μεταβολής, (δηλαδή κάθε γνώσης σε επιστήμη), χωρίς ποτέ μια ζωντανή συνείδηση να έχει στα σοβαρά μεταβληθεί σε επιστημονική συνείδηση, τονίζει τη δυσκολία της μετάβασης, δηλαδή μια ποιοτική διαφορά. Ο απλούστερος στοχασμός πάνω στη ζωή της συνείδησης θα μας δίδασκε πόσο λίγο γνώσεις που κατά κανένα τρόπο δεν αποτελούν αυθαίρετες υπόνοιες, μπορούν να συλληφθούν πλήρως μέσα στο δίχτυ της επιστήμης. [σ. 17 – 18].

[το δοκίμιο] αντιμετωπίζει την παρουσίαση πιο σοβαρά από τους τρόπους προσέγγισης οι οποίοι διαχωρίζουν τη μέθοδο από το αντικείμενο και οι οποίοι είναι αδιάφοροι ως προς την παρουσίαση των εξαντικειμενικευμένων περιεχομένων τους. ο τρόπος έκφρασης πρέπει να διασώζει την ακριβολογία, η οποία θυσιάζεται όταν παραλείπεται το περίγραμμα χωρίς όμως να προδίδεται το επίμαχο θέμα εν όψει της αυθαιρεσίας εννοιακών νοημάτων, θεσπισμένων μια για πάντα. [σ. 25]


[1] Accidentia, αρχαία ελληνικά: συμβεβηκότα, κατ’ Αριστοτέλη τα τυχαία, μεταβλητά, μη ουσιώδη γνωρίσματα ενός αντικειμένου [Στμ].

Δεν υπάρχουν σχόλια: