«Τότε δούλευα στον τροχό. Με αυτή τη μηχανή μπορείς να φτιάξεις όλων των ειδών τα πράγματα, αμέτρητα πράγματα, αμέτρητα. “ Κοίτα, φτιάχνουμε όλα τα καλά του Θεού”, λέγαμε. Φτιάχναμε εκεί τα εξαρτήματα. Φτιάχναμε ένα εξάρτημα σε σχήμα του κόμματος από ένα κομμάτι μετάλλου στο μέγεθος μιας τελείας, μια τριχιά όπως λένε, έτσι. Όταν τροχίζαμε ένα εξάρτημα για να φτιάξουμε μια τουρμπίνα για αεροπλάνα, ξεκινάγαμε από δεκαεπτά κιλά και τελειώναμε στα τετρακόσια γραμμάρια. Φέρναμε όλες τις αυλακώσεις στα τρία χιλιοστά, ολοένα τροχίζοντάς τες όλο και πιο λείες, φτιάχναμε ωραία πράγματα.»[1]
Το Τορίνο είναι μια πόλη που δομήθηκε, ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα, με επίκεντρο τις επιχειρήσεις του ομίλου Ανιέλλι ( αυτοκινητοβιομηχανίες Fiat, Lancia, Alfa Romeo, Ferrari, Piaggio, ναυπηγεία, ασφαλιστικές εταιρίες, τράπεζες, βιομηχανίες τροφίμων, λιπασμάτων, εφημερίδες ). Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού ιστού της πόλης ( κέντρο του βιομηχανικού τριγώνου της Ιταλίας που εκτείνεται μεταξύ των πόλεων Γένοβα – Τορίνο – Μιλάνο ) ήταν άμεσα ή έμμεσα εξαρτημένο από την πορεία αυτών των επιχειρήσεων. Ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε εύκολα να συμπεράνει τόσο τον ακριβή τόπο των αυτοκινητοβιομηχανιών του ομίλου ( τόπο συνάντησης όλων των μέσων μαζικής μεταφοράς της πόλης ) όσο και τις συγκεκριμένες ώρες που οι εργάτες άρχιζαν και τελείωναν τη βάρδιά τους ( ώρες που τα τραμ και τα λεωφορεία γέμιζαν).
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 όλα άλλαξαν. Οι νέες τεχνικές παραγωγής και οργάνωσης της εργασίας που υιοθέτησαν οι διευθύνοντες της Fiat για να ανταγωνιστούν τις ιαπωνικές κυρίως αυτοκινητοβιομηχανίες, είχαν ως αποτέλεσμα πρώτα την μεγάλη μείωση του εργατικού δυναμικού και, λίγο αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας, το κλείσιμο της πλειονότητας των μονάδων και τη μεταφορά άλλων σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Fulvio Perini, πρώην συνδικαλιστής της Fiat, «η αίσθηση των μεγάλων, άδειων χώρων έχει βαρύνουσα σημασία. Πριν από μερικά χρόνια, πηγαίνοντας σε μια συνέλευση των εργατών που είχαν νυχτερινή βάρδια σε μια εγκατάσταση των μηχανουργείων της Mirafiori, διέσχισα πολλές εκατοντάδες μέτρα ενός διαδρόμου φωτισμένου μόνο από κάποια ασθενή φώτα ασφαλείας περνώντας δίπλα από εστιατόρια άδεια έχοντας ως προορισμό το μοναδικό εστιατόριο που έβλεπα φωτισμένο μακριά στο βάθος. Αυτές είναι εικόνες που δε λησμονούνται εύκολα. Η σύγκριση με την ανάμνηση των έντονων φώτων, των εκτυφλωτικών λάμψεων που έβγαιναν από τα μηχανήματα ηλεκτροσυγκόλλησης του Lingotto οι οποίες όταν ήμουνα μικρός έμπαιναν βαθιά μέσα στις εργατικές κατοικίες, στα υπνοδωμάτια, αναδύεται από μόνη της.»[2]
Ως σύμβολο της νέας εποχής θα μπορούσαμε να επιλέξουμε το άνωθεν αναφερόμενο Lingotto. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο της Fiat, το πλέον προηγμένο ευρωπαϊκό εργοστάσιο της δεκαετίας του 1970, είναι πλέον ένα πολυδύναμο πολιτιστικό κέντρο, χώρος εκθέσεων και ψυχαγωγίας.
Τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε μπροστά σε μια ραγδαία και συνολική μεταβολή που αφορά σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής, μια μεταβολή που διαφαίνεται σε πλανητική κλίμακα. Έχοντας αυτό κατά νου, και παράλληλα γνωρίζοντας τα όρια τόσο των γνώσεών μας όσο και του χρόνου και του χώρου μιας εργασίας ενός μεταπτυχιακού μαθήματος, αποφασίσαμε να περιοριστούμε στις αλλαγές που επέφερε η μετάβαση από το φορντικό στο μεταφορντικό μοντέλο παραγωγής στους εργαζόμενους μιας μόνο πόλης, του Τορίνο, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Αφού λοιπόν παρουσιάσουμε συνοπτικά τις συνιστώσες αυτών των συστημάτων, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα του πού και κάτω από ποιες συνθήκες εργάζονται σήμερα αυτοί που, κατά πάσα πιθανότητα θα γέμιζαν, υπό άλλες συνθήκες, τα άδεια εργοστάσια του Τορίνο.
Η αλλαγή
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 υπάρχει η αίσθηση ενός βαθύτατου οικονομικού μετασχηματισμού. Σύμφωνα με ορισμένους, αφήνουμε πίσω μας τον κόσμο της βιομηχανίας και το καθιερωμένο φαντασιακό του πλαίσιο – τα σύγχρονα εργοστάσια στο περιβάλλον της πόλης, τον βαρύ μηχανικό εξοπλισμό και τον πανταχού παρόντα θόρυβο, μαζί με τους πολυπληθείς άνδρες ντυμένους με φόρμες εργασίας. Στη θέση του μας λένε ότι μπαίνουμε σε μια μετανεωτερική εποχή, μια εποχή που χαρακτηρίζεται από τεχνολογίες της πληροφορίας και δικτυωμένα γραφεία και όχι από τη δύναμη του άνθρακα ή του ατμού και την εξάπλωση των εργοστασίων. Κατ’ άλλους, δεν είναι το σύνολο της βιομηχανίας που εξαφανίζεται από την εικόνα αλλά, μάλλον, μια συγκεκριμένη μορφή βιομηχανίας – αυτή της μαζικής παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα ή, όπως είναι ευρέως γνωστή, της φορντιστικής βιομηχανίας. Υποστηρίζεται ότι, σε αντίθεση με τη μαζική παραγωγή και τις μαζικές αγορές, οι ευέλικτες τεχνικές παραγωγής γίνονται όλο και πιο σημαντικές ως μέσο ανταπόκρισης στην ολοένα και μεγαλύτερη ποικιλία της καταναλωτικής ζήτησης και στις κατακερματισμένες προτιμήσεις της αγοράς. Το όνομα που δίνεται για να περιγραφεί αυτή η μεταβολή από μια μαζική σε έναν πιο πλουραλιστικό τύπο κοινωνίας είναι νέο ή μετα – φορντιστική, ανάλογα με το ποια χαρακτηριστικά για το δρόμο εξόδου από το φορντισμό επιθυμεί κανείς να τονίσει.[3]
Στις μέρες μας, αν και οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί του εμπορίου χρησιμοποιούν μια πλειάδα παραγωγικών μοντέλων και σχέσεων, η ενότητα του συστήματος φαίνεται να διασφαλίζεται από την ανάδυση ενός επιχειρηματικού μοντέλου πλανητικής κλίμακας κι ενός « παραδείγματος συναρμογής » το οποίο, χρησιμοποιώντας την αγγλική γλώσσα ως όχημα πλανητικής επικοινωνίας, θέτει τους κανόνες της δημιουργίας και της λειτουργίας μιας διάδρασης μεταξύ τοπικού και κεντρικού (για παράδειγμα, τα εργοστασιακά στάνταρ, τους κανόνες συναλλαγών, τα μοντέλα διεύθυνσης και συμμετοχής, τα κριτήρια διαχείρισης της αγοράς εργασίας).
Ο φορντισμός
Το 1911 ο F. W. Taylor βρήκε το κατάλληλο έδαφος για την πραγματοποίηση των θεωρητικών του κατασκευών σε μια Αμερική απομακρυσμένη από πολεμικά μέτωπα, μια χώρα που διέθετε, έστω και εν σπέρματι, μια βιομηχανική κουλτούρα σειριακής παραγωγής, μια χώρα με άφθονο και πλεονάζον εργατικό δυναμικό, πρώτες ύλες και μια οικονομία σε επέκταση. Η κρίσιμη συνάντηση με τον αυτοκινητοβιομήχανο Henry Ford έμελλε να επηρεάσει τον κόσμο για περισσότερο από μισό αιώνα.
Το φορντιστικό σύστημα στηρίζεται σε μια αυστηρά καθορισμένη και επιστημονικά δομημένη οργάνωση της εργασίας (τεϊλορισμός) που χαρακτηρίζεται από τον απόλυτο διαχωρισμό της εκτέλεσης της εργασίας από την σφαίρα του σχεδιασμού και της διαχείρισής της, αλλά και από την συστηματική προσπάθεια ενσωμάτωσης της τεχνογνωσίας των εργατών στην αυτοματοποιημένη λειτουργία των μηχανών [4]. Σύμβολο του συστήματος ήταν ο κυλιόμενος ιμάντας συναρμολόγησης που επέτρεψε τόσο την αυτοματοποίηση της παραγωγής και τον περιορισμό της σε λίγες μηχανικές και επαναλαμβανόμενες κινήσεις από την πλευρά των εργατών, αλλά και τον αυστηρό καθορισμό των χρόνων που απαιτούνται για την κάθε εργασία. Στα τεράστια εργοστάσια που δημιουργήθηκαν προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της μαζικής παραγωγής υιοθετήθηκε μια εξαιρετικά ιεραρχική, γραφειοκρατική οργάνωση της εργασίας που χαρακτηριζόταν από συγκεντρωτική διαχείριση[5].
Όπως γίνεται κατανοητό, σε ένα περιβάλλον σχετικά δημοκρατικό αυτό το νέο σύστημα παραγωγής και οργάνωσης της εργασίας, αρκετά καταπιεστικό και αυταρχικό, δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και να επιβιώσει χωρίς έναν ικανό βαθμό συναίνεσης, ένα ευρέως αποδεκτό όραμα ανάπτυξης κι έναν κοινωνικό συμβιβασμό που θα διασφάλιζε ένα κάποιο μερίδιο στους καρπούς αυτού του σχεδίου.[6]
Έτσι, ο δεύτερος πυλώνας του συστήματος ήταν η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος «συσσώρευσης» που επέβαλλε μια ταυτόχρονη αύξηση της κατανάλωσης τέτοια που να ακολουθεί τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας. Επίσης, το φορντικό σύστημα πλαισιωνόταν από ένα σύστημα ρύθμισης της απασχόλησης και των μισθών που διευθετούντο μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας και από ένα ανεπτυγμένο κράτος πρόνοιας που εξασφάλιζε στην πλειοψηφία των μισθωτών ένα διαρκώς αυξανόμενο εισόδημα (που με τη σειρά του διασφάλιζε την διατήρηση των υψηλών ρυθμών κατανάλωσης που απαιτούσε το φορντικό μοντέλο για να συνεχίσει να λειτουργεί).[7] Ο H. Ford έλεγε χαρακτηριστικά: «εννοώ να πληρώνω τους υπαλλήλους μου με τρόπο που να τους επιτρέπει να αγοράζουν τα αυτοκίνητά μου»[8] .
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όμως, άρχισαν να γίνονται εμφανή τα πρώτα σημάδια των ορίων του φορντιστικού συστήματος, καθώς, ήδη, οι ΗΠΑ και η Δυτική Ευρώπη βίωναν την επιβράδυνση της παραγωγικότητας και τη μείωση της αποδοτικότητας. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 που οδήγησε σε μια δραματική κλιμάκωση του ενεργειακού κόστους έδωσε το τελικό χτύπημα στην μεταπολεμική περίοδο της οικονομικής ανθοφορίας και αισιοδοξίας.[9] . Μαζί με τον φορντισμό υπέστη σοβαρό πλήγμα ολόκληρο το «κοινωνικό παράδειγμα»[10] που τον ακολουθούσε και το οποία περιλάμβανε πολιτιστικά πρότυπα, πολιτικές πρακτικές και κοινωνικές προσδοκίες σε μια κατεύθυνση αέναης ανάπτυξης, διεύρυνσης του κράτους πρόνοιας και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης [11].
Η μετάβαση στον μεταφορντισμό
Η κρίση του φορντιστικού μοντέλου συνδυάστηκε με την ανάδυση νέων αναγκών του καταναλωτικού κοινού, οι οποίες δεν μπορούσαν να καλυφθούν με την παραδοσιακή μαζική παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων (διακύμανση στο ρυθμό της ζήτησης, μεταβαλλόμενα πρότυπα προτιμήσεων κλπ) αλλά και των εγγενών προβλημάτων μιας παραγωγικής διαδικασίας που είχε μεγεθυνθεί τόσο ώστε να καθίσταται δυσλειτουργική (αυξημένη γραφειοκρατία, ασφυκτικός έλεγχος που δημιουργούσε συγκρούσεις μεταξύ των εργατών, καθυστερήσεις στην προσαρμογή των μηχανημάτων στην παραγωγή νέων προϊόντων, δυσκολίες στην ανταπόκριση αυτού που παράγεται με αυτό που ζητείται σε κάθε στιγμή).
Στο πλαίσιο αυτό άρχισε να γεννιέται ένα νέο μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής. Ο μεταφορντισμός, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται το κυρίαρχο μοντέλο αυτής της περιόδου (αν και υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις που επισημαίνουν για παράδειγμα ότι στις χώρες της περιφέρειας εξακολουθεί όχι μόνο να ακολουθείται, αλλά και να διευρύνεται το φορντικό πρότυπο και άρα, συνολικά, αυτό δεν έχει καθόλου αποδυναμωθεί) χαρακτηρίζεται από μια σειρά νέων χαρακτηριστικών.
Αρχίζουν έτσι να παίζουν ολοένα και πιο αυξημένο ρόλο ευέλικτα συστήματα μεταποίησης που έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιηθούν τόσο από τις οικονομίες κλίμακας (μαζική παραγωγή) όσο και από τις οικονομίες φάσματος (παραγωγή κατά παρτίδες) αλλά και νέα μοντέλα οργάνωσης της εργασίας με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος ).
Καταλυτικό ρόλο στον επανασχεδιασμό της παραγωγής έπαιξε το ιαπωνικό μοντέλο που έδειξε να μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στις απαιτήσεις των καιρών. Αιχμή του δόρατος αυτού του προτύπου, που ονομάζεται από πολλούς τογιοτισμός, αποτελεί η αυτοκινητοβιομηχανία Toyota που κατάφερε με ευρεία χρήση των νέων τεχνολογιών, αλλά και την εισαγωγή μιας διαφορετικής από την φορντιστική φιλοσοφία να πραγματοποιήσει μια ευέλικτη και περισσότερο αποδοτική γραμμή παραγωγής.
Έτσι, βασικό στοιχείο σ’ αυτή τη διαδικασία αποτέλεσε η υιοθέτηση διαφορετικών μοντέλων οργάνωσης και ελέγχου της εργασίας. Η ποιότητα αλλά και η ανανέωση των προϊόντων που αποτελούσε το πρώτο μέλημα στη νέα εποχή δεν μπορούσε να επιτευχθεί με χαμηλής ειδίκευσης εργάτες, αλλά αντίθετα έπρεπε να αξιοποιεί τη δημιουργικότητα και την συσσωρευμένη εμπειρία τους μέσω της συμμετοχής τους σε «κύκλους ποιότητας» και στη σχεδιαστική διαδικασία [12]. Και βέβαια σε μια τέτοια λογική (προκειμένου να μπορεί η επιχείρηση να εκμεταλλευθεί όλη την εμπειρία, αλλά και την δημιουργικότητα των εργατών) ήταν αναγκαία η ανάπτυξη μιας φιλοσοφίας συνολικής, εθελούσιας στράτευσης του εργαζόμενου στην επιχείρηση. Έτσι η άμεσα παραγωγική εργασία δεν είναι πλέον παρά μία μόνο από τις πλευρές της εργασίας, καθώς ολοένα αυξανόμενο ρόλο (στο πλαίσιο τουλάχιστον μιας ιδανικής μεταφορντικής επιχείρησης) παίζει το «γενικό επίπεδο γνώσεων» του εργαζόμενου[13] .
Η εμφάνιση του ιαπωνικού μοντέλου αντιμετωπίστηκε με μια σχετική αμηχανία από τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις και με αντιδράσεις που κλιμακώθηκαν από την μίμηση μέχρι την ανίχνευση διαφορετικών μεθόδων ανταπόκρισης στις πιέσεις του ανταγωνισμού (π.χ. διάσπαση σε μικρότερες μονάδες παραγωγής, υπηρεσιών και εμπορίου ή πειραματισμοί στη διοίκηση των επιχειρήσεων που συχνά συνοδεύτηκαν από τη μείωση του προσωπικού τους). , δρομολόγησε μια συνολική αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας (re-engineering) προσανατολισμένη στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, σε ευέλικτες μικρές γραμμές παραγωγής συνεχώς διαφοροποιούμενων προϊόντων που να ανταποκρίνονται στη ζήτηση, με έμφαση στην ποιότητα και στην μείωση των λαθών που αύξαναν υπέρμετρα το κόστος, σε μια διευρυμένη και όχι περιορισμένη και οριοθετημένη ειδίκευση του εργάτη (γενική νοημοσύνη), καθώς και σε ένα δυναμικό μάνατζμεντ, τόσο ως προς την προώθηση των προϊόντων, όσο και εσωτερικά, περιορίζοντας τον ιεραρχικό χαρακτήρα της δομής των επιχειρήσεων[14].
Οι συνέπειες του μεταφορντισμού στην εργασία
Οι αλλαγές αυτές στον τρόπο παραγωγής και στην οικονομική διαδικασία εν γένει, επέφεραν σημαντικές μεταβολές στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, στα χαρακτηριστικά της και στον ρόλο που αυτή παίζει στη δόμηση της κοινωνίας, σε σημείο μάλιστα που πολλοί να αναρωτιούνται αν η εργασία παραμένει η κοινωνιολογική κατηγορία – κλειδί [15].
Η μετάβαση στο μεταφορντικό πλαίσιο άλλαξε ριζικά τον χαρακτήρα της εργασίας. Από τη μια πλευρά η αντίληψη πως οι εργάτες με την συσσωρευμένη εμπειρία τους αποτελούν ένα μη αναλώσιμο περιουσιακό στοιχείο των επιχειρήσεων μπορεί να θεωρηθεί πως ενισχύει τον ρόλο τους και διασφαλίζει την συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία. Από την άλλη πλευρά η επαναδιοργάνωση της παραγωγής οδηγεί σε σταθεροποίηση των διαχωρισμών ανάμεσα στους εργαζόμενους του κέντρου και εκείνων της περιφέρειας, όπως επίσης και ανάμεσα σ’ αυτούς που επιτελούν εργασίες ουσιαστικές για τον κεντρικό πυρήνα της παραγωγής (και διασφαλίζουν έτσι μόνιμες θέσεις εργασίας) και σε εκείνους που απασχολούνται σε δευτερεύουσας σημασίας τομείς οι οποίοι προκειμένου να μειωθεί το κόστος αναθέτονται σε υπεργολάβους που καλύπτουν τη ζήτηση με κακοπληρωμένες και επισφαλείς θέσεις εργασίας[16] . Η διαρκής αύξηση της αυτοματοποίησης, με την συνεργία των νέων τεχνολογιών, αφαιρεί σε απόλυτα μεγέθη θέσεις εργασίας και ασκεί με την σειρά της ισχυρές πιέσεις για την εμπέδωση των παραπάνω διαχωρισμών.
Το γεγονός ότι αυτές οι αλλαγές λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα ιστορικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο ιδιαίτερα αρνητικό για τις δυνάμεις της εργασίας, με τον συσχετισμό δύναμης να είναι σαφώς σε βάρος των συνδικαλιστικών οργανώσεων, δεν επιτρέπει την εκμετάλλευση των θετικών δυνατοτήτων που παρέχει η μετάβαση στο περισσότερο αποκεντρωμένο μεταφορντικό μοντέλο, αλλά αντίθετα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να διεκδικήσουν και να κερδίσουν, στο όνομα της «αντικειμενικής» ανάγκης για επανασχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας, τον περιορισμό μιας σειράς κατακτήσεων της εργατικής τάξης (διάρκεια χρόνου εργασίας, πλήρης απασχόληση, ικανοποιητική αμοιβή, κράτος πρόνοιας κ.τ.λ.) [17]. Όπως παρατηρεί ο Andre Gorz, από τους βασικούς διανοητές που εντόπισαν στο νέο μοντέλο στοιχεία που μπορούσαν δυνητικά να ανατρέψουν τις παραδεδομένες αντιλήψεις για την εργασία, ενισχύοντας τη θέση και την εξουσία των εργαζομένων: «ο χαρακτήρας χειραφέτησης του μετα-φορντισμού επικράτησε πολύ πρόσκαιρα και μόνο στις σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες η “δέσμευση” που απαιτείται από τους εργαζόμενους αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης από ένα συνδικάτο που δεν το είχε ακόμη αδυνατίσει καμιά “ιστορική ήττα”»[18].
Έτσι, στο πλαίσιο αυτό η μετάβαση στο μεταφορντικό πλαίσιο έχει συνδυαστεί με την αύξηση της ανεργίας στον ανεπτυγμένο κόσμο (μια ανεργία που μπορεί να χαρακτηριστεί τεχνολογική, καθώς αποδίδεται στην εισαγωγή των νέων τεχνολογιών) και την μετατόπιση του κέντρου βάρους στην κατεύθυνση κακοπληρωμένων και προσωρινών θέσεων μερικής απασχόλησης για ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού. Όπως είναι προφανές η τάση αυτή οδηγεί σταδιακά στην εξαθλίωση ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού που στερείται εισοδήματος ή που τα εισοδήματα του δεν επαρκούν για να ζήσει αξιοπρεπώς και μάλιστα σε μια στιγμή που το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται κάτω από την πολιτική πίεση για δημοσιονομική σταθερότητα [19]. Η τομή της μεταφορντικής μετάβασης σε συνδυασμό με την ιστορική συγκυρία μας εισάγουν, έτσι, σε έναν νέο φαύλο κύκλο όπου οι σύγχρονοι παρίες βιώνουν την περιθωριοποίηση και ταυτόχρονα αποτελούν έναν εφεδρικό στρατό για τις επιχειρήσεις, ο οποίος ασκεί πίεση στους εργαζομένους για περαιτέρω υποχωρήσεις όσον αφορά την συμμετοχή τους στον παραγόμενο πλούτο.
Παρ’ όλα αυτά αν κάτι αποδεικνύεται μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία είναι ότι σε ολόκληρο τον κόσμο η εργασία παραμένει η μόνη κοινωνική δραστηριότητα που μπορεί να εξασφαλίσει ένα εισόδημα που να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Μ’ αυτή την έννοια οι παρατηρήσεις ότι οδεύουμε προς ένα τέλος της εργασίας[20] αναδεικνύουν την ανάγκη εύρεσης εναλλακτικών τρόπων εξασφάλισης αξιοπρεπούς διαβίωσης στους ανθρώπους και αποκαλύπτουν ότι στο βαθμό που αυτοί ακόμη δεν έχουν διατυπωθεί ολοκληρωμένα ή δεν έχει διερευνηθεί ένα συνολικό πρόγραμμα υλοποίησής τους, η στάση των συνδικάτων που βρίσκονται εγκλωβισμένα σε μια διαδικασία υπεράσπισης ενός κόσμου εργασίας που αναπόφευκτα φθίνει [21] είναι κατά πάσα πιθανότητα ένας αγώνας άγονος.
Το παράδειγμα του Τορίνο
Αν θέλαμε να διατυπώσουμε με μια μόνο λέξη το καθεστώς των εργασιακών σχέσεων των τελευταίων ετών τόσο εντός των εργοστασίων όσο και στον τομέα των υπηρεσιών, δε θα μπορούσαμε παρά να επιλέξουμε τον όρο «ευελιξία ». Αυτό τουλάχιστον προτείνει ο Gabriele Polo, ο οποίος συνεργάστηκε σε μια μεγάλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1998 μεταξύ των «νέου τύπου» εργαζομένων στην πόλη του Τορίνο[22]. Η έρευνα αυτή, θα αποτελέσει από εδώ και στο εξής την βάση για την εργασία μας. Η επιλογή του Τορίνο δεν είναι τυχαία, αφού αυτή η πόλη ήταν η σημαντικότερη company – town της Ιταλίας, η πόλη με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση βιομηχανιών και επιχειρήσεων, στην οποία οι νέες μορφές εργασίας είναι σήμερα πιο ορατές.
Αφού πρώτα παρουσιάσουμε τις μορφές εργασίας που εντοπίστηκαν στο Τορίνο, θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε κάποιες βασικές διαφοροποιήσεις από την προγενέστερη, εποχή του φορντισμού. Έπειτα, θα αναλύσουμε την έννοια της «ευελιξίας» στις εργασιακές σχέσεις, καθώς και τις συνέπειές της στην καθημερινότητα των εργαζομένων.
Με τον όρο «νέες» εννοούμε ένα σύνολο μορφών εργασίας το οποίο θα μπορούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε με τον εξής τρόπο.
-1- προσωρινή απασχόληση. Ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται από μια επιχείρηση με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Μετά τη λήξη της σύμβασης μπορεί να απολυθεί και να επαναπροσληφθεί ή να απολυθεί και να μην επαναπροσληφθεί.
-2- Μερική απασχόληση. Ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αλλά με μειωμένο ωράριο εργασίας (λιγότερο από οχτάωρη πενθήμερη απασχόληση).
-3- Δανεισμός εργαζόμενου. Ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται από μια εταιρία εύρεσης εργασίας. Η εταιρία συνάπτει σύμβαση με κάποια επιχείρηση στην οποία στέλνει τον εργαζόμενο. Το σύνολο των εργασιακών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων απορρέουν από τη σύμβαση που υπέγραψε ο εργαζόμενος με την εταιρία εύρεσης εργασίας, ανεξαρτήτως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας συλλογικού επιπέδου, τις οποίες η επιχείρηση σε αυτή την περίπτωση δεν είναι υποχρεωμένη να τηρήσει.
-4- Απασχόληση προσωπικού εργολαβικής επιχείρησης. Στην περίπτωση που μια επιχείρηση συνάπτει εργολαβία έργου με μια άλλη επιχείρηση, οι εργαζόμενοί της εξαρτώνται, όσον αφορά στο εργασιακό τους καθεστώς από την επιχείρησή τους, ακόμα κι αν ο τομέας εργασίας τους και το αντικείμενό της αλλάζει. Αυτή η μορφή εργασίας αφορά ακόμα και έναν ελεύθερο επαγγελματία ο οποίος προσλαμβάνεται από μια επιχείρηση για να εκτελέσει ένα συγκεκριμένο έργο (το οποίο μπορεί να είναι και μια δουλειά γραφείου).
-5- Απασχόληση προσωπικού στο πλαίσιο λειτουργίας δικτύων επιχειρήσεων. Η πρόσληψη γίνεται σε « κεντρικό » επίπεδο. Ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να εργάζεται σε οποιαδήποτε επιχείρηση του δικτύου, όπου τον χρειάζονται κάθε φορά, ακόμα και κατά τη διάρκεια της ίδιας εβδομάδας.
-6- Παροχή έργου εκτός των εγκαταστάσεων του εργοδότη (κατ’ οίκον εργασία). Ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την εκτέλεση μιας εργασίας για λογαριασμό τρίτου, χωρίς την παροχή χώρου ή μέσων εργασίας. Πρόκειται για μια μορφή που βρίσκεται στην «γκρίζα ζώνη» μεταξύ εξαρτημένης εργασίας και αυτοαπασχόλησης, για την οποία η κοινωνική και εργατική νομοθεσία της εποχής μας δεν έχει προβλέψει κάτι.
-7- Τηλεργασία. Ο εργαζόμενος δουλεύει κατ’ οίκον αλλά συνδεδεμένος μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή με την έδρα μιας επιχείρησης. Ο εξοπλισμός παρέχεται συνήθως από την επιχείρηση, η οποία διαθέτει και τα κατάλληλα μέσα για την παρακολούθηση της πορείας εκτέλεσης του έργου. Πρόκειται για μια μορφή εργασίας χωρίς συγκεκριμένο ωράριο.[23]
Η πιο πάνω κατηγοριοποίηση έγινε με κριτήριο τον τύπο του συμβολαίου πρόσληψης, τον χρόνο και τον τόπο εργασίας. Το αντικείμενο της εργασίας όσων έλαβαν μέρος στην έρευνα που αναλύουμε ποικίλλει. Πρόκειται για εργαζόμενους στις «νέες τεχνολογίες», για παράδειγμα σχεδιαστές internet sites, αλλά και για πρώην διοικητικά στελέχη της Fiat που απολύθηκαν και επαναπροσλήφθηκαν ως εξωτερικοί σύμβουλοι με συμβάσεις έργου. Για εργάτες που κατασκευάζουν καθίσματα αυτοκινήτων και πληρώνονται με το κομμάτι. Για εργαζόμενους που «υπενοικιάζονται»από εταιρίες εύρεσης εργασίας και αλλάζουν συνεχώς πόστο. Για καθηγητές που εργάζονται ωρομίσθιοι σε ιδιωτικά σχολεία, κατά τη διάρκεια των διακοπών των μονίμων καθηγητών. Για μετανάστες που πωλούν μικροαντικείμενα στο δρόμο, εργάζονται περιστασιακά σε οικοδομές ή στους πέριξ του Τορίνο αγρούς κατά τη διάρκεια της συγκομιδής. Για νοικοκυρές που συναρμολογούν παιδικές κούκλες στο χώρο κατοικίας τους.
Παρατηρώντας αυτές τις νέες μορφές εργασίας που αναδύθηκαν μετά την υποχώρηση του φορντιστικού μοντέλου στην πόλη του Τορίνο, βλέπουμε ότι έχει μεταβληθεί πλέον η έννοια του εργασιακού χώρου και του εργασιακού χρόνου. Οι εργαζόμενοι δεν είναι απαραίτητο να μετακινούνται μαζικά, εκτός του τόπου κατοικίας τους, τις ίδιες ώρες κάθε μέρα, με τον ίδιο προορισμό. Η αλλαγή της μορφής της εργασίας αντικατοπτρίζεται ακόμα και στην καθημερινότητα μιας πόλης. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι «νέου τύπου» εργαζόμενοι δεν είναι πλέον ορατοί στους δρόμους της πόλης. Τη θέση των μαζικών μέσων μεταφοράς που κατευθύνονταν σε συγκεκριμένα σημεία της πόλης, γεμάτα από εργάτες σε συγκεκριμένες ώρες της μέρας έχουν πάρει πλέον ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα μη ανιχνεύσιμα από τα υπόλοιπα[24]. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι χώροι κατοικίας έχουν μεταβληθεί και σε χώρους εργασίας.
Ο χρόνος
Η οχτάωρη πενθήμερη απασχόληση, από αίτημα των εργαζομένων των αρχών του εικοστού αιώνα, συνδυασμένο αρχικά με την ασφάλεια και τη σταθερότητα, και αργότερα με την αλλοτρίωση και την ρουτίνα , δεν αποτελεί πλέον αναγκαιότητα για τις επιχειρήσεις. Η πλειονότητα των εργαζομένων που πήραν μέρος στη μελέτη του Polo απάντησαν ότι δεν εργάζονται οχτώ ώρες την ημέρα επί πέντε μέρες την εβδομάδα – τουλάχιστον στην ίδια θέση εργασίας . Θα ήθελαν να εργάζονται τις ώρες και τις μέρες που οι ίδιοι επιθυμούν, με βάση τις προσωπικές τους ανάγκες και τους ρυθμούς της καθημερινότητάς τους. Η πραγματικότητα βέβαια είναι διαφορετική, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η μερική απασχόληση όσο και το «ευέλικτο» ωράριο δεν βρίσκουν καταρχήν αντίθετους τους εργαζόμενους, αρκεί να είναι οι ίδιοι αυτοί που θα επιλέγουν . Τα κριτήρια επιλογής μας υπενθυμίζουν ότι οι «μεταφορντικοί» εργαζόμενοι αποτελούν τα μέλη της «μεταφορντικής» κοινωνίας, δηλαδή μιας κοινωνίας της οποίας βασικές συνιστώσες είναι η κατανάλωση και ο ελεύθερος χρόνος, ενώ ο ρόλος της εργασίας ως μηχανισμός κοινωνικοποίησης και συγκρότησης ταυτότητας έχει μεταβληθεί ριζικά. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι απάντησαν ότι θα επιθυμούσαν να εργάζονται τόσο ώστε να μπορούν να έχουν τον απαραίτητο χρόνο και το απαραίτητο εισόδημα για να βλέπουν τους φίλους τους και την οικογένειά τους, να ταξιδεύουν, να αγοράζουν ρούχα, να αθλούνται ή να ασκούν κάποιο χόμπι.
Σύμφωνα όμως με τον Renato Curcio , στην παρούσα φάση «η κυριαρχία της ευελιξίας είναι εκείνη η συμβολική και άνιση ανταλλαγή μεταξύ της διαθεσιμότητας του εργαζόμενου να ανταποκρίνεται σε πραγματικό χρόνο στις ποικίλες απαιτήσεις του εργοδότη και μιας επισφαλούς, πρόσκαιρης και πάντως αβέβαιης παραμονής και ενσωμάτωσης του εργαζόμενου στα παραγωγικά του σχέδια»[25]. Ευέλικτο ωράριο σημαίνει ευελιξία της επιχείρησης και όχι του εργαζόμενου. Ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδέχεται το ωράριο που του προσφέρεται αλλά και το μισθό που του δίνεται.
Το εισόδημα
Η «ευελιξία», όρος που θεωρούμε ως κεντρικό στην παρούσα εργασία, δεν αφορά μόνο στο ωράριο των νέων μορφών εργασίας, αλλά και στο παρεχόμενο εισόδημα. Πολλές από αυτές είναι τόσο νέες που η υπάρχουσα εργατική νομοθεσία δεν προβλέπει κάτι συγκεκριμένο γι’ αυτές, τόσο νέες που οι εργαζόμενοι δεν καλύπτονται από τους υπάρχοντες συνδικαλιστικούς φορείς. Κάποιες από αυτές είναι τόσο περίπλοκες και νεφελώδεις ώστε οι εργαζόμενοι να μην είναι δυνατό να θεωρούνται ούτε ως εξαρτημένοι ούτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Αν προσθέσουμε σε αυτό το νομοθετικό κενό τα ποσοστά ανεργίας των νέων των δυτικοευρωπαϊκών κρατών ( στην περίπτωση της Ιταλίας γύρω στο 15%),καθώς και την γενική πτώση της διεκδικητικότητας και της μαζικότητας του συνδικαλιστικού κινήματος, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι το προσφερόμενο από τους εργοδότες εισόδημα, δεν μπορεί παρά να μην είναι όχι απλά το επιθυμητό αλλά ούτε καν αρκετό για την πλήρωση των αναγκών των εργαζόμενων στις κατηγορίες που μελετούμε. Το πρόβλημα είναι εντονότερο στους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης οι οποίοι, στην περίπτωση που δεν είναι φοιτητές (οπότε διαθέτουν ένα πρόσθετο εισόδημα από τους γονείς τους), είναι υποχρεωμένοι να ψάξουν για μια δεύτερη ή και τρίτη θέση εργασίας για να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Πέρα όμως από τους εργαζόμενους part – time, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες εργαζόμενων αμείβονται με μισθούς κατώτερους από αυτούς που προβλέπονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας για την θέση στην οποία απασχολούνται πραγματικά. Για παράδειγμα, ένας «δανεισμένος» εργαζόμενος από μια εταιρία εύρεσης εργασίας σε μια επιχείρηση αμείβεται λιγότερο από τον εργαζόμενο που προσελήφθη από την ίδια την επιχείρηση και ο οποίος κάνει ακριβώς την ίδια δουλειά.[26]
Όπως και στην περίπτωση του ωραρίου, ευελιξία των αποδοχών σημαίνει ότι ο εργοδότης έχει την άνεση να προσφέρει ένα συγκεκριμένο μισθό στον εργαζόμενο, συμπιέζοντας το μισθολογικό κόστος, είτε με τη μορφή σχεδόν προσωποποιημένων, εξατομικευμένων συμβάσεων εργασίας , είτε με την μείωση του έμμεσου μισθολογικού κόστους ( στην περίπτωση της κατ’οίκον εργασίας και της τηλεργασίας), είτε με την χρησιμοποίηση του ίδιου εργαζόμενου σε πολλές θέσεις (στην περίπτωση της απασχόλησης προσωπικού από δίκτυο επιχειρήσεων). Στην περίπτωση της Ιταλίας η σχετική νομοθεσία έχει αλλάξει σημαντικά κατά τη δεκαετία του 1990, στην κατεύθυνση της κατάργησης του κεντρικού συστήματος συλλογικής διαπραγμάτευσης και της αντικατάστασής του από συλλογικές διαπραγματεύσεις σε τοπικό ή και επιχειρησιακό επίπεδο. Η έννοια της κατώτατης αμοιβής τείνει να καταργηθεί για τους νέους εργαζόμενους, οι οποίοι, όπως δείχνει η έρευνα αποδέχονται εκόντες άκοντες τη σύνδεση της αμοιβής τους με την ατομική ή και τη συλλογική τους απόδοση, με τα αποτελέσματα της επιχείρησης.
Ταυτότητα και αλλοτρίωση
Σύμφωνα με τον Andre Gorz, η αναδιάρθρωση της παραγωγής εμπεριέχει μια σειρά από απελευθερωτικά στοιχεία για τους εργαζόμενους, καθώς μπορεί δυνητικά να ενισχύσει τη θέση τους και να περιορίσει την αλλοτρίωσή τους μέσω οργανωτικών δομών που θα ξεφεύγουν από τα απρόσωπα, μαζικά και μηχανιστικά χαρακτηριστικά του φορντικού εργοστασίου.[27]
Οι «νέου τύπου» εργαζόμενοι του Τορίνο δεν εκτελούν μηχανικές κινήσεις γύρω από έναν ιμάντα συναρμολόγησης που βρίσκεται σε ένα τεράστιο βιομηχανικό συγκρότημα. Οι περισσότεροι από αυτούς όχι μόνο δεν είναι ανειδίκευτοι, αλλά διαθέτουν τουλάχιστον απολυτήριο Λυκείου. Δεν είναι ντυμένοι ομοιόμορφα στον χώρο εργασίας – ή τουλάχιστον δεν είναι ντυμένοι με φόρμες εργασίας. Παρόλο που, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν κάποιον «επιστάτη»που να τους επιτηρεί και να τους διατάζει, στις διηγήσεις τους προβάλλει έντονα το στοιχείο του φόβου. Πρόκειται για έναν φόβο που προκαλείται από την ανασφάλεια και την αστάθεια. Ο βασικότερος φόβος αυτών των εργαζομένων είναι ο φόβος της απώλειας της θέσης εργασίας και του μισθού (που συνεπάγεται πτώση του επιπέδου κατανάλωσης). Κάθε θέση εργασίας « νέου τύπου» είναι επισφαλής και προσωρινή, κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τον εργαζόμενο με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή έργου, αλλά και για την ίδια την επιχείρηση η οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή είτε να κλείσει είτε να μεταφερθεί σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου είτε να απορροφηθεί από κάποια άλλη, μεγαλύτερη. Παράλληλα, η μείωση του εργατικού δυναμικού μιας σύγχρονης επιχείρησης είναι ο πιο συνηθισμένος τρόπος συμπίεσης του λειτουργικού της κόστους. Πέρα από αυτό τον παράγοντα, ιδιαίτερα συνηθισμένο στον τομέα των υπηρεσιών και της new economy, οι εργαζόμενοι φοβούνται ότι δε θα βρουν θέση εργασίας σε σύντομο χρονικό διάστημα, κι αυτό δεν τους απασχολεί μόνο εξαιτίας των ποσοστών ανεργίας, αλλά και γιατί απώλεια χρόνου σημαίνει και απώλεια παρακολούθησης των εξελίξεων – κάτι που σε συγκεκριμένους τομείς (όπως ηλεκτρονικοί υπολογιστές, χρηματιστηριακά, διαφήμιση) είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για τη μελλοντική τους σταδιοδρομία. Ένας φόβος που συνδέεται με τον προηγούμενο είναι αυτός του γήρατος, του «ξεπεράσματός» τους από άλλους, νεότερους εργαζόμενους, καλύτερα καταρτισμένους, με μεγαλύτερη διαθεσιμότητα αλλά και οικονομικότερους για την επιχείρηση. Αλλά ο πλέον έντονος φόβος είναι αυτός του ορίου συνταξιοδότησης – αν δηλαδή καταφέρουν να φτάσουν στο κατάλληλο (και διαρκώς μεταβαλλόμενο νομοθετικά) ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης, εργαζόμενοι.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις των εργαζομένων του Τορίνο, οι παραπάνω φόβοι οδηγούν, εντός του περιβάλλοντος εργασίας, σε συμπεριφορές όπως η αλληλοπαρακολούθηση και αλληλοϋπονόμευση των συναδέλφων, η ηθική αδιαφορία και αναισθησία, η αυτονομιμοποίηση της προσωπικής επιβίωσης, η απόκρυψη συναισθημάτων και σκέψεων, η καταπάτηση των ορίων ηθικής.
Στην περίπτωση των εργαζομένων του Τορίνο των τελών της δεκαετίας του 1990 θα πρέπει να μιλήσουμε για μια αλλοτρίωση της προσωπικότητας, η οποία έχει επιπτώσεις και στον κοινωνικό ιστό (εφόσον διαρρηγνύονται οι σχέσεις συλλογικότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων).Το πνεύμα του ατομικισμού και της επιδίωξης του προσωπικού συμφέροντος σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα της προσωρινότητας μιας θέσης εργασίας νέου τύπου,[28] της αδυναμίας κατασκευής μιας επαγγελματικής συνείδησης (τι επαγγέλλεται ένας εργαζόμενος σε τρεις διαφορετικές θέσεις παράλληλα;) έχει άμεση επίπτωση και στο επίπεδο της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και διεκδίκησης. Οι «νέου τύπου» εργαζόμενοι του Τορίνο δεν διεκδικούν γιατί φοβούνται, γιατί δεν έχουν κοινωνικοποιηθεί στο χώρο εργασίας τους, γιατί θεωρούν ότι αυτό που κάνουν είναι πρόσκαιρο και χωρίς διάρκεια, αφού αυτό που κάνουν δεν τους αρέσει. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε τις διαπιστώσεις του Gorz, σύμφωνα με τον οποίο η εργασία τείνει να γίνει μια εργαλειακή δραστηριότητα για την πλειονότητα των εργαζομένων και αναλαμβάνεται αποκλειστικά για την απόκτηση ενός μισθού που δε συνοδεύεται παρά από λίγη ή καθόλου ικανοποίηση ή τις ανάλογες δεξιότητες.[29]
Κάποια συμπεράσματα
«Παρά την άπόψη διαφόρων που τείνουν να τονίζουν ότι οι νέοι εργαζόμενοι προτιμούν μια αυτόνομη εργασία, ένα ελεύθερο επάγγελμα κι ένα ελεύθερο ωράριο – εν πολλοίς, πλήρη ελευθερία και ανεξαρτησία, η έρευνα έδειξε κάτι ριζικά διαφορετικό. Οι νέοι εργαζόμενοι αναζητούν την πλήρη απασχόληση, διότι μόνο αυτή τους παρέχει ασφάλεια για το μέλλον. Γιατί μόνο με αυτήν μπορούν να ζήσουν με σταθερότητα, να προγραμματίσουν τη ζωή τους με ορίζοντα πέρα από τους έξι μήνες.»[30]
Οι «νέου τύπου» εργαζόμενοι του Τορίνο δε θέλουν να εξαρτώνται από παραγωγικές κρίσεις, από μια ασθένεια που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τη θέση εργασίας τους, από το σχόλιο κάποιου συναδέλφου τους. Γνωρίζουν ότι στα σούπερ μάρκετ μιας μεγάλης γαλλικής πολυεθνικής απολύεται ένας εργαζόμενος κάθε δύο μέρες ούτως ώστε κάθε εργαζόμενος να αισθάνεται επισφαλής και να εργάζεται εντατικότερα.[31]
«Ασφάλεια» και «ευελιξία». Αυτές είναι οι δύο μαγικές λέξεις γύρω από τις οποίες κινούνται οι πιο πλούσιες κοινωνίες σήμερα. Ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, ασφάλεια των πολιτών. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επικεντρώνονται σε δυο στόχους. Στην ευελιξία της εργασίας για να διασφαλιστεί η οικονομική ανάπτυξη, στην ασφάλεια των πολιτών για να εξασφαλισθεί η συνύπαρξη. Αυτά τα δυο επίπεδα φαντάζουν διαχωρισμένα, άσχετα το ένα με το άλλο. Περισσότερος χώρος για τις ανάγκες των επιχειρήσεων – με τη σκέψη ότι αυτό θα αυξήσει την ελευθερία όλων και τα όρια επιλογής του καθενός, μεγαλύτερος έλεγχος της επικράτειας – με τη βεβαιότητα ότι έτσι προστατεύονται τα άτομα από την παρέκκλιση της εγκληματικότητας. Διαβάζοντας όμως τις έρευνες, θα καταλαβαίναμε ότι κατά κύριο λόγο η ανασφάλεια προκαλείται ακριβώς από τη ραγδαία εξάπλωση της ευελιξίας, από την απώλεια των δικτύων κοινωνικής προστασίας που χαρακτήριζαν μέχρι σήμερα τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Εξασφάλιση μιας μόνιμης θέσης εργασίας, κρατική μέριμνα, κρατικό σύστημα υγείας, πρόνοιας, εκπαίδευσης.
Προς το παρόν, πολλοί από τους «νέου τύπου» εργαζόμενους του Τορίνο, κατανοούν σε τακτά χρονικά διαστήματα τα αγαθά της ευελιξίας (για τις επιχειρήσεις), από την ίδια θέση με τους φορντικού τύπου εργαζόμενους της ταινίας που προσέφερε τον τίτλο στην εργασία μας. «Απολαμβάνοντας» στον «ελεύθερο χρόνο» τους τις Δευτέρες με λιακάδα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Allen, John, « Μεταβιομηχανισμός και μεταφορντισμός », στο Hall, Stuart – Held, David – McGrew, Anthony, Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, κοινωνία, πολιτική, πολιτισμός, Σαββάλας, Αθήνα, 2003
Agostinelli, Mario, Tempo e spazio nell’impresa postfordista, Manifestolibri, Roma, 1997
Curzio, Renato, L’azienda totale. Dispositivi totalizzanti e risorse di sopravivvenza nelle grandi aziende della distribuzione, Sensibili alle foglie, Cuneo, 2002
Gorz, Andre, Αντίο προλεταριάτο, Νέα σκέψη, Αθήνα, 1986
Gorz, Andre, H αθλιότητα του σήμερα και η προοπτική για το αύριο, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1999
Κουζής, Γιάννης, Εργασιακές σχέσεις και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, Ι. Ν Ε. (Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ ), Αθήνα, 2001
Λύτρας, Ανδρέας, Κοινωνία και εργασία. Ο ρόλος των κοινωνικών τάξεων, Παπαζήσης, Αθήνα, 2000
Lipietz, Alain, “Post – Fordism and Democracy”, στο Amin, A., (ed), Post – Fordism. A reader, Blackwell, 1994
Offe, Clauss, Kοινωνία της εργασίας, Νήσος, Αθήνα, 1993
Πασσερίνι, Λουίζα, Σπαράγματα του εικοστού αιώνα, Νεφέλη, Αθήνα, 1998
Polo, Gabriele, Il mestiere di sopravvivere. Storie di lavoro nella crisi di una citta – fabbrica, Editori Riuniti, Roma, 2000
Rifkin, Jeremy, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1996
Ροζανβαλόν, Πιερ, Το νέο κοινωνικό κίνημα. Επανεξετάζοντας το κράτος πρόνοιας, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003
Ροκάρ, Μισέλ, Τι να κάνουμε για την αντιμετώπιση της ανεργίας, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1998
[1] Απόσπασμα από προφορική μαρτυρία του Λουίτζι Βερτσελλότι, γεννημένου το 1889, σχετικά με τις τεχνικές εργασίας στο εργοστάσιο της Fiat στο Τορίνο λίγο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Αναφέρεται στο Πασσερίνι, Λουίζα , Σπαράγματα του εικοστού αιώνα, Νεφέλη, Αθήνα, 1998, σ.136
[2] Polo, Gabriele, Il mestiere di sopravvivere. Storie di lavoro nella crisi di una citta – fabbrica.,Roma, Editori Riuniti, 2000, σ.152 - 153
[3] Allen, John, « Μεταβιομηχανισμός και μεταφορντισμός», στο Hall Stuart – Held David – Mc Grew Anthony, Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, κοινωνία, πολιτική, πολιτισμός, Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σ.249 - 250
[4] Lipietz, Alain, “ Post – fordism and democracy” , στο Amin, A. ( ed.), Post – fordism. A reader., Blackwell, 1994, σ.339
[5] Allen, J., ο.π., σ.270
[6] Agostinelli, Mario, Tempo e spazio nell’impresa postfordista, Manifestolibri, Roma, 1997, σ.24
[7] Lipietz, A., ο.π., σ.339 - 340
[8] Ροκάρ, Μισέλ, Τι να κάνουμε για την αντιμετώπιση της ανεργίας, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1998, σ.20
[9] Allen, J., ο.π., σ.271
[10] Lipietz, A., ο.π.,
[11] Allen, J., ο.π., σ.273
[12] Murray, στο Allen, J., ο.π., σ.319
[13] Gorz, Andre, Η αθλιότητα του σήμερα και η προοπτική για το αύριο, Νέα σύνορα, Αθήνα, 1999, σ.73 - 75
[14] Λύτρας, Ανδρέας, Κοινωνία και εργασία. Ο ρόλος των κοινωνικών τάξεων, Παπαζήσης, Αθήνα, 2000, σ.68
[15] Offe, Clauss, Κοινωνία της εργασίας, Νήσος, Αθήνα, 1993
[16] Allen, J., ο.π., σ.320
[17] Gorz, A., o.π., σ.76 - 77
[18] Gorz, A., ο.π., σ.78
[19] Gorz, Andre, Αντίο προλεταριάτο, Νέα σκέψη, Αθήνα, 1986
[20] Rifkin, Jeremy, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1996
[21] Gorz, A., 1996, ο.π.
[22] Η έρευνα έγινε από το Cnel υπό τη διεύθυνση του Aldo Bonomi. H μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ήταν αυτή της προσωπικής συνέντευξης. Το δείγμα αφορούσε 102 εργαζομένους στις λεγόμενες «άτυπες» μορφές εργασίας, ήταν σταθμισμένο και αντιπροσωπευτικό. Ο Gabriele Polo δημοσίευσε ένα αντιπροσωπευτικό μέρος αυτών των συνεντεύξεων στο Il mestiere di sopravvivere, Editori Riuniti, Roma, 2000.
-6- [23] Σχετικά με το θέμα βλ. και Κουζής, Γιάννης, Εργασιακές σχέσεις και Ευρωπαϊκή ενοποίηση, Ι. Ν. Ε. ( Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ ), Αθήνα, 2001.
[24] Εδώ θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε το πώς ένα είδος πολυτελείας (το αυτοκίνητο ) έχει μεταβληθεί σε είδος πρώτης ανάγκης για τον σύγχρονο εργαζόμενο.
[25] Curcio, Renato, L’azienda totale. Dispositivi totalizzanti e risorse di sopravvivenza nelle grandi aziende della distribuzione, Sensibili alle foglie, Cuneo, 2002.
[26] Polo, G., ο.π., σ.126.
[27] Gorz, Andre, 1999, ο.π., σ.162
[28] Ο μέσος όρος παραμονής σε μια επιχείρηση ήταν, μεταξύ των συμμετεχόντων στην έρευνα, δεκαπέντε μήνες.
[29] Allen, J., ο.π., σ.263 – 264.
[30] Polo, G., ο.π., σ.165
[31] Curcio, R., ο.π., σ.64
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου