- Μ΄ αρέσει να παρατηρώ τ’ αγόρια όταν κοιμούνται χαλαρωμένα πρόσωπα χωρίς μια σκέψη. Να κάνω ζουζουνιές. Δεν ξέρεις εσύ. Μόλις τελειώναμε το μάθημα πηγαίναμε για μπάνιο τρέχοντας κατευθείαν. Τι μέρα είναι σήμερα; Πρέπει να φύγω. Να τελειώνουμε. Θα πάω να τον βρω δεν έχουμε μείνει ποτέ μόνοι μας οι δυο μας. Θα του κάνω το τραπέζι. Δε μαγειρεύω ποτέ δεν υπάρχει τίποτα στο σπίτι μου δεν είμαι ποτέ εκεί. Όμως είμαι πολύ καλή μαγείρισσα. Ύστερα θα πάμε στο κρεβάτι. Θέλω να κάνουμε ζουζουνιές. Δεν έπρεπε να του μιλήσω για τον Μάνο. Το μέγεθος. Η Χαριλάου Τρικούπη τέρμα. Από το Μοναστηράκι μέχρι τη Χαριλάου Τρικούπη τέρμα. Τέσσερις τα χαράματα. Κανείς. Δεν έπρεπε να του μιλήσω. Έχω δεχτεί πολλά. Μόνο να τον βλέπω, να τον ακούω. Είναι πολύ δειλός πολύ κλειστός. Όχι. Θα τα χαλάσω όλα. Δε γίνεται δε θα του μιλήσω ακόμα. Κι αν τρομάξει; Κι αν φύγει;
(Όλη αυτή την ώρα που μιλάει απνευστί και τον κοιτάζει στα χέρια, ο Α δεν έχει ξεκολλήσει τα μάτια του από το στήθος της. Το βλέπει γεμάτος απορία).
Έπαιρνε τις μπούκλες της ο αέρας. Στο αριστερό χέρι κρατούσε ποτήρι φραπέ μισοάδειο. Κοιτούσε κλεφτά, κάπνιζε Peter Stuyvesant μπλε και τα μαλλιά της καστανόξανθα κι αέρας. Άνεμος τέλη Αυγούστου στο κατάστρωμα κι αυτός αμίλητος και το τασάκι στάχτες και το ποτήρι όλο να γέρνει όλο να γέρνει. Το ακούμπησε και το καράβι έφτασε. Μεμιάς. Στον Πειραιά.
- κι αυτό το λες ευτυχισμένο παραμύθι;
- ξέχασα να σου πω ότι αυτές οι καστανόξανθες μπούκλες θα γίνονταν άλλο ένα ατύχημα στην Εθνική οδό.
- αν είναι έτσι, τότε αλλάζει. Κι αυτό το πάθος για τα μαύρα ρούχα… δεν τους μπορώ αυτούς που σέρνουν τη μιζέρια τους στον κόσμο και καταστρέφουν τη ζωή μου.
- φοβάσαι; Μόλις σταματήσεις θα διαλυθείς. Την επόμενη στιγμή. Τρέχα τρέχα λοιπόν. Να δούμε που θα φτάσεις. Κι όμως έχεις ωραία μάτια και ξανθά μαλλιά. Εκεί τα κρύβεις όταν γυρίζεις μόνη σου στο σπίτι και δεν υπάρχει τίποτα και τα πλακάκια του μπάνιου σου είναι ακόμα λερωμένα;
Ας πρόσεχες.
Έτσι θα χάσεις τη μισή ζωή.
- που πας;
- τσιγάρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου