Πιστεύω ότι πρέπει να σώσουμε την ελληνική γλώσσα, το πρόβλημα όμως είναι ότι οι κύριοι εχθροί της ελληνικής γλώσσας είναι οι ίδιοι οι ελληνιστές
Πρώτα απ' όλα, Ιστορία σημαίνει ιστορία των ανθρώπων.Ο δρόμος της Ιστορίας δεν είναι μια ευθεία, και το πέρασμα από τον θρύλο στην Ιστορία γίνεται συχνά ελικοειδώς. Δεν νομίζω ότι η Ιστορία μόνη της ενώνει, νομίζω ότι πραγματικά διχάζει όσο και η μνήμη. Γιατί η Ιστορία είναι εξ ορισμού ανταγωνιστική. Η Ιστορία δεν είναι θρησκεία. Ο ιστορικός δεν δέχεται κανένα δόγμα, δεν σέβεται καμία απαγόρευση, δεν γνωρίζει ταμπού. Μπορεί κιόλας να ενοχλεί. Η Ιστορία δεν είναι ηθική. Η Ιστορία δεν είναι σκλάβος της επικαιρότητας.
Ο Βασίλης θυμάται τον πατέρα μου. «Σε ξέρω από μικρό παιδί» λέει και θυμάμαι την περίφημη σκηνή, καλοκαίρι του ’72 ή ’73 ήταν, όπου ο Βασίλης βρίσκει ένα σώμα στο πάτωμα του σαλονιού με μαλλιά, πολλά μαλλιά που τού’ κρυβαν το πρόσωπο, το σκουντά να δει αν αναπνέει – και βλέπει τον πατέρα μου. Ήταν εκείνο το καλοκαίρι που γνωρίστηκαν τριαντατέσσεραχρόνια πίσω. Όχι άλλο.
Ο Βασίλης όμως τώρα πια θυμάται την ιστορία αλλιώς: «Σε ξέρω», συνεχίζει, « θυμάμαι τότε που κατέβασες τη σημαία από κει ψηλά. Παλικαράκι ήσουν!»
Ο Βασίλης μπερδεύει τον πατέρα μου με τον Γλέζο. Ο Βασίλης έχει άνια. Ή μήπως όχι;
Σε μια παράλληλη διάσταση ίσως και νά ’χει δίκιο. Υποκειμενική δεν είναι η συγγραφή της ιστορίας; Anything goes και τα λοιπά;
Κρίμα που δεν ασχολήθηκε κανείς με την ιστορία του Βασίλη. Όχι την παραπάνω: την δική του. Ίσως καλύτερα. Θα γινόταν κι αυτή ένα στατιστικό ψηφίο, μια παραπομπή, ένα όνομα στον πολτό.
Η πρώτη μου εντύπωση από τη μακρινή Μπολόνια ήταν ότι οι κάτοικοί της δε σέβονται καθόλου τους νεκρούς τους. Παράξενη εντύπωση, θα πει ένας «γνώστης»: σε αυτή την πόλη υπάρχουν παντού μνημεία πεσόντων, φωτογραφίες, αγάλματα, επεξηγηματικές επιγραφές, για την αντίσταση κυρίως, αλλά και για τα πάντα. Οπότε;
Οπότε δεν τη σέβονται τη μνήμη. Κονσέρβα την έκαναν, εκμαγείο, νεκρικό προσωπείο. Κάτι σαν το Πολυτεχνείο καλή ώρα το δικό μας, ή την «Εθνική αντίσταση» και τους πανηγυρικούς της ημέρας στας επετείους τας σχολικάς. Αυτό όμως είναι; Σκέφτομαι κάτι συνθήματα, φράσεις, κινήσεις, διεκδικήσεις, ουρλιαχτά, τραγούδια, αντιδράσεις που μάλλον επικαιροποίηση (ή και ποίηση) ζητούν και θέλγουν και όχι υποσημειώσεις και φροντισμένες μονογραφίες…
Επικίνδυνη η μνήμη: θα μας εκδικηθεί κάποτε. Τα αγάλματα – χώρος για κουτσουλιές πτηνών και παρελάσεις. Κι η Ιστορία ένας τρόπος να σκοτώνουν μύγες οι τυχάρπαστοι διορισθέντες υπό των ακριβών κονδυλοφόρων του Βήματος της Κυριακής και κάθε μέρας.
Και σκέφτομαι καμιά φορά τη γιαγιά μου με τους τρεις γάμους κι έναν πατέρα κομμουνιστή, γαλλομαθή, πρώτο στα γλέντια, τον άνθρωπο που κατάφερε να μην αφήσει ούτε μια γυναίκα χωρίς να τη φλερτάρει σε απόσταση εκατόν ογδόντα χιλιομέτρων και ογδοντατόσων ετών - και αγρότη σε νήσο άγονη και απομακρυσμένη. Κι ύστερα τους συγκρίνω με τις χασμουρογένες έρευνες των άξιων επιστημόνων μας, τους μέσους όρους και τις σταθερές, τα διαγράμματα, τους πίνακες και τα μικροαστικά τους υπονοούμενα. Και χαίρομαι που τίποτα δικό μου δε θα γίνει ποτέ δικό τους. Αλλού η ζωή, αλλού κι η Ιστορία.
Ο Βασίλης είναι πια αργά να καταλάβει πως περιμένω με αγωνία το επόμενο lapsus memoriae του για να μάθω ιστορία. Δεν πειράζει.
Πρώτα απ' όλα, Ιστορία σημαίνει ιστορία των ανθρώπων.Ο δρόμος της Ιστορίας δεν είναι μια ευθεία, και το πέρασμα από τον θρύλο στην Ιστορία γίνεται συχνά ελικοειδώς. Δεν νομίζω ότι η Ιστορία μόνη της ενώνει, νομίζω ότι πραγματικά διχάζει όσο και η μνήμη. Γιατί η Ιστορία είναι εξ ορισμού ανταγωνιστική. Η Ιστορία δεν είναι θρησκεία. Ο ιστορικός δεν δέχεται κανένα δόγμα, δεν σέβεται καμία απαγόρευση, δεν γνωρίζει ταμπού. Μπορεί κιόλας να ενοχλεί. Η Ιστορία δεν είναι ηθική. Η Ιστορία δεν είναι σκλάβος της επικαιρότητας.
Ο Βασίλης θυμάται τον πατέρα μου. «Σε ξέρω από μικρό παιδί» λέει και θυμάμαι την περίφημη σκηνή, καλοκαίρι του ’72 ή ’73 ήταν, όπου ο Βασίλης βρίσκει ένα σώμα στο πάτωμα του σαλονιού με μαλλιά, πολλά μαλλιά που τού’ κρυβαν το πρόσωπο, το σκουντά να δει αν αναπνέει – και βλέπει τον πατέρα μου. Ήταν εκείνο το καλοκαίρι που γνωρίστηκαν τριαντατέσσεραχρόνια πίσω. Όχι άλλο.
Ο Βασίλης όμως τώρα πια θυμάται την ιστορία αλλιώς: «Σε ξέρω», συνεχίζει, « θυμάμαι τότε που κατέβασες τη σημαία από κει ψηλά. Παλικαράκι ήσουν!»
Ο Βασίλης μπερδεύει τον πατέρα μου με τον Γλέζο. Ο Βασίλης έχει άνια. Ή μήπως όχι;
Σε μια παράλληλη διάσταση ίσως και νά ’χει δίκιο. Υποκειμενική δεν είναι η συγγραφή της ιστορίας; Anything goes και τα λοιπά;
Κρίμα που δεν ασχολήθηκε κανείς με την ιστορία του Βασίλη. Όχι την παραπάνω: την δική του. Ίσως καλύτερα. Θα γινόταν κι αυτή ένα στατιστικό ψηφίο, μια παραπομπή, ένα όνομα στον πολτό.
Η πρώτη μου εντύπωση από τη μακρινή Μπολόνια ήταν ότι οι κάτοικοί της δε σέβονται καθόλου τους νεκρούς τους. Παράξενη εντύπωση, θα πει ένας «γνώστης»: σε αυτή την πόλη υπάρχουν παντού μνημεία πεσόντων, φωτογραφίες, αγάλματα, επεξηγηματικές επιγραφές, για την αντίσταση κυρίως, αλλά και για τα πάντα. Οπότε;
Οπότε δεν τη σέβονται τη μνήμη. Κονσέρβα την έκαναν, εκμαγείο, νεκρικό προσωπείο. Κάτι σαν το Πολυτεχνείο καλή ώρα το δικό μας, ή την «Εθνική αντίσταση» και τους πανηγυρικούς της ημέρας στας επετείους τας σχολικάς. Αυτό όμως είναι; Σκέφτομαι κάτι συνθήματα, φράσεις, κινήσεις, διεκδικήσεις, ουρλιαχτά, τραγούδια, αντιδράσεις που μάλλον επικαιροποίηση (ή και ποίηση) ζητούν και θέλγουν και όχι υποσημειώσεις και φροντισμένες μονογραφίες…
Επικίνδυνη η μνήμη: θα μας εκδικηθεί κάποτε. Τα αγάλματα – χώρος για κουτσουλιές πτηνών και παρελάσεις. Κι η Ιστορία ένας τρόπος να σκοτώνουν μύγες οι τυχάρπαστοι διορισθέντες υπό των ακριβών κονδυλοφόρων του Βήματος της Κυριακής και κάθε μέρας.
Και σκέφτομαι καμιά φορά τη γιαγιά μου με τους τρεις γάμους κι έναν πατέρα κομμουνιστή, γαλλομαθή, πρώτο στα γλέντια, τον άνθρωπο που κατάφερε να μην αφήσει ούτε μια γυναίκα χωρίς να τη φλερτάρει σε απόσταση εκατόν ογδόντα χιλιομέτρων και ογδοντατόσων ετών - και αγρότη σε νήσο άγονη και απομακρυσμένη. Κι ύστερα τους συγκρίνω με τις χασμουρογένες έρευνες των άξιων επιστημόνων μας, τους μέσους όρους και τις σταθερές, τα διαγράμματα, τους πίνακες και τα μικροαστικά τους υπονοούμενα. Και χαίρομαι που τίποτα δικό μου δε θα γίνει ποτέ δικό τους. Αλλού η ζωή, αλλού κι η Ιστορία.
Ο Βασίλης είναι πια αργά να καταλάβει πως περιμένω με αγωνία το επόμενο lapsus memoriae του για να μάθω ιστορία. Δεν πειράζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου