
Αντικείμενο του σχολίου μας είναι η διαπλοκή βιολογικού και πολιτισμικού ρατσισμού με τον λόγο της ιατρικής και της βιολογίας όπως φανερώνεται στην προσπάθεια κατασκευής ενός « υγιούς κοινωνικού σώματος » στη ναζιστική Γερμανία μέσω της εκκαθάρισης όσων θεωρούνταν κατώτεροι, αντικοινωνικοί, εθνοτικά και σωματικά παρεκκλίνοντες. Σύμφωνα με τον Proctor « οι εθνοτικά και σωματικά παρεκκλίνοντες συνδέονταν μέσω μιας λογικής που ανίχνευε την κατωτερότητα και των δύο ομάδων σε ατέλειες του φυσικού τους σώματος. Και οι δύο ομάδες ανθρώπων ( ανεπιθύμητες εθνοτικές μειονότητες και σωματικά ή νοητικά υστερούντες ) στιγματίστηκαν ως αρρωστημένες, ως μιάσματα για τον υποτιθέμενο υγιή γερμανικό πληθυσμό. Και οι δύο χαρακτηρίστηκαν ως παράσιτα που ζουν σε βάρος της παραγωγικής ζωής των υπολοίπων.»[1]
Πριν εξετάσουμε τον λόγο της ιατρικής και της βιολογίας στη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς και τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που αυτοί παρήγαγαν στην πράξη, κρίναμε σκόπιμο να σκιαγραφήσουμε με αδρές γραμμές την ιστορική πορεία που οδήγησε στη θεωρητικοποίηση της μαζικής εξόντωσης πληθυσμών, κι αυτό για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο. Στις μέρες μας, διακρίνεται μια προσπάθεια από-ιστορικοποίησης της ναζιστικής περιόδου γενικά και του Ολοκαυτώματος ειδικότερα. Μέσω της επανερμηνείας της ιστορίας της περιόδου, το Ολοκαύτωμα παρουσιάζεται ως κάτι « εκτός της ιστορίας», ως ένα φαινόμενο μοναδικό, ως μια « τραγωδία» που αποκλείεται να επαναληφθεί, σε τελευταία ανάλυση ως μια « μεταφυσική καταστροφή». Σύμφωνα με την άποψή μας, η ιστορική περίοδος « ναζιστική Γερμανία» και το ιστορικό γεγονός « Ολοκαύτωμα»[2], όπως και κάθε άλλο ιστορικό γεγονός, δεν μπορεί να επαναληφθεί « ως έχει ».Όμως, τα επιμέρους στοιχεία που διέπουν το ιστορικό γεγονός, προΰπήρχαν αυτού, είναι αποτελέσματα ιστορικών διαδικασιών μακράς και μέσης διάρκειας, δεν εμφανίστηκαν ούτε σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο μόνο, ούτε καν σε ένα συγκεκριμένο τόπο και μόνο. Η ναζιστική Γερμανία και το Ολοκαύτωμα δεν είναι εξαίρεση ( σε έναν κανόνα, ο οποίος, άλλωστε, δεν υπάρχει) αλλά αποτέλεσμα.
Θεωρούμε ότι αντικείμενο του Ολοκαυτώματος είναι, κατά μία έννοια, η υλική παραγωγή. Η παραγωγή ανθρώπων υγιών και χρήσιμων για την κοινωνία και την υλική παραγωγή δια της υλικής καταστροφής σωμάτων ασθενών, ελλιπών, αντικοινωνικών και άχρηστων ή βλαπτικών για την υλική παραγωγή και γενικότερα για την αναπαραγωγή μιας « τέλειας» κοινωνίας. Της καταστροφής-δημιουργίας προηγείται η διάκριση και ο αποκλεισμός. Η διάκριση μεταξύ χρήσιμου και άχρηστου, δηλαδή μεταξύ υγιούς και ασθενούς, μεταξύ κοινωνικού και αντικοινωνικού, μεταξύ Γερμανού και μη Γερμανού. Στο πρώτο σκέλος βρίσκουμε τον « τέλειο άνθρωπο» σύμφωνα με την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία. Τον υγιή και υπάκουο γερμανό εργαζόμενο, αυτόν στον οποίο ανήκει δικαιωματικά όχι μόνο το μέλλον αλλά και η ανθρωπότητα. Στο δεύτερο σκέλος βρίσκουμε κάτι που θεωρείται ατελές, « κάτι λιγότερο από άνθρωπος ».
Για να φτάσουμε στη διάκριση άνθρωπος – κάτι λιγότερο από άνθρωπος προηγήθηκαν ιστορικά δύο άλλα στάδια. Το πρώτο στάδιο, που εδράζεται χρονικά στο Μεσαίωνα και την πρώιμη Νεωτερικότητα, είναι μια διάκριση των ανθρώπων με βάση τη θρησκεία ( χριστιανοί – μη χριστιανοί, μέλη της επίσημης εκκλησίας – αιρετικοί). Το δεύτερο στάδιο ( 19ος αιώνας και μετά) είναι μια διάκριση με βάση την καταγωγή ( κατασκευή εθνικών κοινοτήτων). Σύμφωνα με ένα τμήμα της διεθνούς βιβλιογραφίας, από τον 19ο αιώνα και μετά, περνάμε από μια κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με βάση πολιτισμικά στοιχεία ( πολιτισμικός ρατσισμός) σε μια κατηγοριοποίηση όπου το πολιτισμικό διαπλέκεται με το βιολογικό ( βιολογικός ρατσισμός). Πιστεύουμε ότι αυτή η διάκριση δεν είναι ακριβής, διότι, πίσω από πολιτισμικές διακρίσεις υφείρπαν ήδη από τον Ύστερο Μεσαίωνα και βιολογικές διακρίσεις. Αυτό φαίνεται εντονότερα αν εξετάσουμε κάποιες κρίσιμες συναντήσεις », όπως αυτή μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, την «Επανάκτηση» της Ισπανίας από τους χριστιανούς βασιλείς και τον διωγμό των Εβραιών και μουσουλμάνων κατοίκων της ( αφού προηγήθηκε ο βίαιος εκχριστιανισμός τους)[3], αλλά, κυρίως, την « συνάντηση » ευρωπαίων και ιθαγενών κατά την περίοδο κατάκτησης της Αμερικής. Χαρακτηριστικές είναι οι αφηγήσεις που ακολουθούν.
« Ο Δομινικανός Τομάς Ορτίθ γράφει στο Συμβούλιο των Ινδιών: “Στην ηπειρωτική γη τρώνε ανθρώπινο κρέας. Είναι σοδομίτες περισσότερο από κάθε άλλη ράτσα. Δεν υπάρχει η παραμικρή δικαιοσύνη μεταξύ τους. Κυκλοφορούν γυμνοί, δεν έχουνε ούτε αγάπη ούτε αιδώ. Είναι ηλίθιοι, παλαβοί, σέβονται την αλήθεια μόνο όταν είναι προς όφελός τους. Είναι άστατοι. Δεν ξέρουν τι εστι συμβουλή. Είναι πολύ αγνώμονες και τους αρέσουν οι καινοτομίες.[…] Δεν έχουν γένια, και αν σε μερικούς τους φυτρώνουν, τα μαδάνε και τα ξεριζώνουν. […] Όσο μεγαλώνουν γίνονται χειρότεροι. Μέχρι τα δέκα – δώδεκα χρόνια τους, φαίνεται πως θα βγούνε με κάποια ανατροφή και αρετή. Όταν περάσουνε, γίνονται σαν τα κτήνη. […] Είναι απερίσκεπτοι σαν γαϊδούρια και δεν το έχουν σε τίποτα να αλληλοσκοτώνονται”.
Ο δεύτερος συγγραφέας είναι ο Οβιέδο: “ Ούτε και τα κεφάλια τους είναι σαν των άλλων ανθρώπων, γιατί τα κρανία τους είναι τόσο γερά και χοντρά, ώστε η βασική προειδοποίηση που έχουνε οι χριστιανοί όταν παλεύουνε μαζί τους κι έρχονται στα χέρια είναι να μην τους ρίχνουνε μαχαιριές στο κεφάλι, επειδή τα σπαθιά σπάνε.” Δε θα εκπλαγούμε », γράφει ο Τσβέταν Τοντόροφ, « μαθαίνοντας ότι ο Οβιέδο είναι στην πραγματικότητα οπαδός της “τελικής λύσης” του ινδιάνικου ζητήματος, την ευθύνη της οποίας θα ήθελε να την αναλάβει ο Θεός των χριστιανών».[4]
Στη θέση της διάκρισης\ διαδοχής μεταξύ πολιτισμικού και βιολογικού ρατσισμού, θα πρέπει, ακολουθώντας σε αυτό το σημείο τον Alberto Burgio, να διακρίνουμε τον ρατσισμό σε πρώιμο\ ανορθολογικό και επιστημονικό.[5]Σύμφωνα με αυτή την διάκριση, η κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με βάση σωματικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά, είναι δομικό στοιχείο κάθε ρατσιστικού λόγου. Η πραγματική τομή όμως βρίσκεται στη συνάντηση των ρατσιστικών θεωριών με τις φυσικές επιστήμες, και ιδίως με το λόγο της βιολογίας, από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά.
Η πρόοδος της εκκοσμίκευσης , αφαιρώντας δύναμη από τα πολιτισμικά - θρησκευτικά θεμέλια της διαφοροποίησης ( θρησκευτικά, γλωσσολογικά, εθνο – ανθρωπολογικά, ιδεολογικό – πολιτικά) συντέλεσε σε μια ριζική μεταβολή του ρατσιστικού λόγου. Αν και η αναζήτηση σχέσεων μεταξύ σωματικών στοιχείων και πνευματικών χαρακτηριστικών είναι μια μόνιμη συνιστώσα των θεωριών περί φυλής ( όπως στην περίπτωση της περιγραφής του κρανίου των ίνδιος από τον Οβιέδο), η συγκεκριμένη μορφή αυτών των διασυνδέσεων αλλάζει αργά αλλά σταθερά μέχρι να φτάσει στο σημείο να θέσει στο φυσικό στοιχείο, το σώμα, την έδρα των πνευματικών χαρακτηριστικών των φυλετικών ομάδων. « Ο ψυχισμός του ανθρώπου βρίσκει επιτέλους στο σώμα τον σταθερό τόπο, τον ανεξάρτητο από κάθε εξωτερικό παράγοντα. Το δίπολο φυσιολογικού ( υπό την έννοια της φυσιολογίας) ντετερμινισμού και ιεραρχικής ταξινόμησης των φυλών υπό το πρίσμα της δυνατότητας που έχει η κάθε μια στο να εκπολιτίζει ή να εκπολιτίζεται, θα ανοίξει σιγά σιγά το δρόμο στον ρατσιστικό ντετερμινισμό. Ο ναζιστικός ρατσισμός, ως μια ιδεολογία που θεωρεί την “ψυχή” ως “φυλή ιδωμένη από το εσωτερικό” και, αντίστροφα, την φυλή ως “εξωτερική όψη της ψυχής”,αποτελεί το επιστέγασμα και τον νόμιμο κληρονόμο κάθε ρατσιστικής θεωρίας.» [6]
Ο μύθος του αίματος είναι κυρίαρχος κατά την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Οι εβραίοι ( όπως άλλωστε και οι ρομ και οι μαύροι) θεωρούνται εν συνόλω ένα διαφορετικό είδος. Αναλύσεις του φαινοτύπου και της βιολογικής δομής υποστηρίζουν μια σωματική διαφοροποίηση η οποία οδηγεί σε πολυγενετικές θέσεις. Μόνο εν μέρει διαφορετικός είναι ο λόγος σχετικά με τους « αντικοινωνικούς » και τους « κληρονομικά ασθενείς », η μοναδική παθολογία των οποίων συνίσταται ( σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ένας νόμος του Ιουλίου του 1933) σε « παθήσεις και χαρακτηριστικά τέτοια που οδηγούν στη μείωση της αξίας του ασθενούς που επιβαρύνει την κοινότητα ».[7] Δεκαετίες ευγονικής οδήγησαν σε μια βιολογικοποίηση των ψυχοσωματικών συνεπειών του κοινωνικού ζητήματος. Εγκληματικότητα, αλκοολισμός, « αποφυγή της εργασίας », παρεκκλίνουσες συμπεριφορές διαφόρων ειδών ( όπως, για παράδειγμα, η υιοθέτηση εκφυλισμένων μοδών και πολιτισμικών προτύπων, η ανικανότητα να ακολουθείται μια « φυσιολογική », τακτική οικιακή οικονομία, και, φυσικά, η ένταξη σε ανατρεπτικές πολιτικές οργανώσεις) οφείλονται, απλώς, στη γενετική ταυτότητα του υποκειμένου, στην γενεαλογία του.
Επιστρέφοντας στους εβραίους, παρατηρούμε ότι ο λόγος περί της πολυγενετικής διαφοροποίησης του « ιουδαίου », εμφανίζεται από τη στιγμή που η πρόοδος της εκκοσμίκευσης αφαιρεί δύναμη από τα θρησκευτικά θεμέλια της διαφοροποίησης. Ακόμα και μέχρι το πρώτο μισό του 19ου αιώνα στην Ευρώπη η « ιουδαϊκή φυλή » ταυτίζεται με μια πίστη και μια θρησκευτική παράδοση. Παρά την αμφισημία του ρατσιστικού λόγου, ο οποίος ψάχνει και τότε διασυνδέσεις μεταξύ ποιότητας της ψυχής και χαρακτηριστικών του σώματος, οι μελέτες περί « αγνότητας του αίματος » δεν ξεπερνούν τα όρια της μεταφοράς. Όσον αφορά στη Γερμανία, το κλίμα αλλάζει κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ( Γκομπινώ, Τσάμπερλεν, Πάουλ Άντον ντε Λαγκάρντ). Όπως σημειώνει η Ασημακοπούλου « το Essai sur l’inegalite’ des races humaines, όπως ο τίτλος προδίδει, προβάλλει την άποψη περί φυσικής επιλογής λόγω γέννησης, για να κατοχυρώσει την κατάταξη του ανθρώπινου είδους με βάση γενετικά κριτήρια, σωματικές δηλαδή ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά. Ο ακρογωνιαίος λίθος όμως του οικοδομήματος του Γκομπινώ δεν είναι απλώς η ιεραρχική ταξινόμηση των φυλών, αλλά η επιβεβλημένη, αμετάκλητη και καταστροφική ανάμιξή τους, προϊόν της τάσης του ανθρώπου για μετακίνηση και της περιέργειάς του για αναζήτηση καινούργιων ερεθισμάτων, συστατικά και τα δύο της φύσης του αναπτυγμένου αυτού είδους. Το πλαίσιο λοιπόν μέσα στο οποίο λειτουργεί το σύστημα Γκομπινώ υπερπροσδιορίζεται από την παντοδυναμία του αναμιγμένου αίματος και συναρτά ένα ανελαστικό ερμηνευτικό σχήμα με δυνατότητα εφαρμογής όλων των περιπτώσεων των ανθρωπίνων κοινωνιών. […] Η επιμιξία των καθαρών αντικειμενικών βιολογικών φυλών θα συνεπιφέρει πληθώρα εκφυλισμένων ανθρωπίνων τύπων αφενός και αφετέρου ποικιλία πολιτικών μοντέλων που υπακούουν, σύμφωνα με τη σκέψη του Γκομπινώ, στο βιολογικό – κοινωνικό πεπρωμένο. Αυτή η θεωρία της κοινωνικής ιστορίας κατηγοριοποιεί, στη συνέχεια, το ανθρώπινο είδος βάσει της ροπής προς τα διάφορα είδη κοινωνικής οργάνωσης και πολιτικής διακυβέρνησης.»[8]
Από τον αντιδημοκρατικό ρατσιστικό λόγο νοσταλγών του Παλαιού Καθεστώτος όπως ο Γκομπινώ, περνάμε σε μια εκ νέου ριζοσπαστικοποίηση του ρατσιστικού λόγου μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου εξαιτίας της ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνικοπολιτικής πάλης στα πλαίσια της Δημοκρατίας της Βαιμάρης και της πολιτικό – ιδεολογικής αλλαγής που προκάλεσε η Οκτωβριανή επανάσταση. « Η μαζική επιτυχία βιβλίων όπως το Die Sunde wider das Blut του Arthur Dinter ( 1918) ή το Deutschland ohne Deutsche του Hans Heyck ( 1929), τα οποία επικεντρώνονταν στις σωματικές βλάβες της Rassenvermischung μεταξύ Γερμανών και Εβραιών, είναι σύμπτωμα και ταυτόχρονα αιτία της γέννησης ενός βιολογικού αντισημιτισμού. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια η άποψη του Βάλτερ Ρατενάου ότι “ το να ανήκει κάποιος σε ένα λαό ή σε ένα έθνος είναι ζήτημα καρδιάς, ψυχής, πνεύματος και συναισθημάτων” φαίνεται ότι ξεπεράστηκε από τα πράγματα.»[9] Όταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 οι ναζί διαμορφώνουν μια « επιστημονική » λογοτεχνία ( βιολογική, γενετική, ανατομική) για να υποστηρίξουν την ανάγκη απαλλαγής από το « υγιές » σώμα του άριου λαού ενός «παρασιτικού οργανισμού», φορέα κληρονομικών ασθενειών, δεν έχει μείνει πια κανένα ίχνος από μια καθαρά μεταφορική διάσταση η οποία χαρακτήριζε τις προηγούμενες περιγραφές του Volkerchaos και των « παρά φύσιν » ερωτικών σχέσεων μεταξύ αρίων και σημιτών. Ο Εβραίος, όπως άλλωστε και ο ρομ, ο μαύρος, ο Σλάβος, έχει γίνει πια ένα ζώο με όλη τη σημασία της λέξης, ένα ζώο διαφορετικό από τον άνθρωπο. « Δεν πρόκειται για άτομα αλλά για κτήνη » γράφει ο Goebels στο ημερολόγιό του μετά την επίσκεψη στο γκέτο του Λόντζ, το Νοέμβριο του 1939.[10] Γι αυτό, « για να αποφύγουμε την εξάπλωση στην Ευρώπη της εβραϊκής ασθένειας, πρέπει να περάσουμε σε ριζοσπαστικές κινήσεις. Δεν είναι ένα ανθρωπιστικό χρέος αλλά μια χειρουργική πράξη.»
Η διαδικασία « επιστημονικοποίησης » της κάθαρσης του « υγιούς γερμανικού σώματος » από τους « παρασιτικούς οργανισμούς » περιλαμβάνει δύο στάδια. Την θεώρηση των κατώτερων φυλών ως ασθενών και τη θεώρησή τους ως κληρονομικών ασθενειών. Όπως σημειώνει ο Proctor, « η ναζιστική αντίληψη περί υγιών και ασθενών φυλών εκφραζόταν, σε ένα επίπεδο, με ιατρικές μεταφορές για τους εβραίους ως “ παράσιτα ” ή “ καρκινώματα ” στο σώμα του γερμανικού Volk. Κάποιος γιατρός το διατύπωνε με τους εξής όρους: “Υπάρχει μια ομοιότητα ανάμεσα στους εβραίους και τους βάκιλους της φυματίωσης: σχεδόν κάθε άνθρωπος φιλοξενεί βάκιλους της φυματίωσης και σχεδόν κάθε λαός στη γη φιλοξενεί εβραίους. Επιπλέον, η φλεγμονή μπορεί να θεραπευθεί με δυσκολία ”.Επιπλέον όμως, οι ναζί γιατροί υποστήριζαν ότι στην πραγματικότητα οι εβραίοι πάσχουν με μεγαλύτερη συχνότητα από ορισμένες μεταβολικές και ψυχικές νόσους.[…] Επίσης ενδιαφέρον ήταν το γεγονός ότι οι εβραίοι παρουσίαζαν μεγαλύτερο ποσοστό σεξουαλικών ατελειών που εκφραζόταν, για παράδειγμα, στην άμβλυνση των δευτερευόντων σεξουαλικών χαρακτηριστικών. Το γεγονός αυτό, διαβεβαίωνε ο [ φίρερ της Ένωσης Ναζί Γιατρών ] Gerhart Wagner εξηγεί όχι μόνο τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης ομοφυλοφιλίας μεταξύ των εβραίων αλλά και τη διάκριση εβραίων γυναικών σε “ ανδρικές ασχολίες ”, όπως ο επαναστατικός πολιτικός ακτιβισμός. Ο Wagner συμπέραινε από αυτό ότι οι εβραίοι ήταν μια ασθενής φυλή. Ο εβραϊσμός ήταν “ αρρώστια προσωποποιημένη ”.[11]
Η μεταβολή του ρατσιστικού λόγου από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου θα μπορούσε να ανακεφαλαιωθεί στα εξής: η ανθρωπότητα είναι χωρισμένη σε ανώτερες και κατώτερες φυλές. Οι κατώτερες, φύσει δούλες, θα πρέπει να υπακούουν στα κελεύσματα των ανωτέρων ( 19ος ). Οι κατώτερες φυλές είναι αποτέλεσμα γενετικού εκφυλισμού. Είναι φορείς γενετικών ανωμαλιών, φορείς κληρονομικών ασθενειών επικίνδυνων για την υγεία των ανώτερων φυλών. Σε ένα τελικό στάδιο, είναι οι ίδιες κληρονομικές ασθένειες, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιατρικούς όρους και με υγειονομικά μέτρα ( 20ος ).
Αποτέλεσμα γενετικών ανωμαλιών είναι όμως και η εγκληματικότητα, ο πολιτικός ακτιβισμός και η ομοφυλοφιλία. Η εγκληματολογική βιολογία, που στόχος της ήταν να « ανακαλύψει αν μπορούν ή όχι να εντοπιστούν συγκεκριμένες ενδείξεις που να επιτρέπουν την πρώιμη ανίχνευση της εγκληματικής συμπεριφοράς, ενδείξεις οι οποίες, με άλλα λόγια, θα επιτρέπουν την αναγνώριση των εγκληματικών τάσεων πριν από την πραγματική έναρξη της εγκληματικής σταδιοδρομίας »[12], δεν ήταν επινόηση των ναζί. Οι επιστήμονες της εγκληματολογικής βιολογίας είχαν προσπαθήσει, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα να κατασκευάσουν ένα ιατροδικαστικό σύστημα που να συνδέει τον ηθικό, τον εγκληματικό και τον φυλετικό εκφυλισμό. Το έγκλημα, σύμφωνα με αυτή την άποψη, ήταν κυριολεκτικά μια ασθένεια. Μέχρι το 1935 τα κυριότερα γερμανικά νομικά και ιατρικά περιοδικά είχαν προτείνει τη θεωρία ότι το έγκλημα και γενικά η « αντικοινωνική συμπεριφορά» ήταν έμφυτα φυλετικά χαρακτηριστικά. Ως « αντικοινωνικοί » θεωρούνταν οι κομμουνιστές, οι πλανόδιοι, οι ζητιάνοι, οι αλκοολικοί, οι πόρνες, οι τοξικοεξαρτημένοι, οι άστεγοι. Όσο για την ομοφυλοφιλία, αυτή θεωρείτο μια « γενετικά καθοριζόμενη παθολογική μορφή εκφυλισμού », μια « έμφυτη, βιολογικά καθοριζόμενη διαταραχή ».[13]
Άνθρωποι από όλες τις προαναφερθείσες κατηγορίες πληθυσμού εστάλησαν σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για να μη « μολύνουν » τον « υγιή γερμανικό πληθυσμό », κι εκεί είτε πέθαναν από τις κακουχίες είτε εξοντώθηκαν μαζικά, ενώ για τις περισσότερες προτάθηκε και εφαρμόστηκε ένα οργανωμένο πρόγραμμα στείρωσης.
Την οδό των στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν ακολούθησαν οι ψυχικά ασθενείς, οι οποίοι βρίσκονταν ήδη απομονωμένοι από τον υπόλοιπο γερμανικό πληθυσμό, έγκλειστοι από τις απαρχές, σχεδόν, της νεωτερικότητας, σε άσυλα. Όπως επίσης και οι ανίατοι ασθενείς, ακόμα και τα ανάπηρα παιδιά. Από τις αρχές Οκτωβρίου 1939, όταν ο Hitler, με ένα μυστικό υπόμνημά του, πιστοποιούσε ότι « ο Ράιχσλάιτερ Bouhler και ο γιατρός dr Brandt επιφορτίζονται εφεξής να επιτρέπουν σε συγκεκριμένους γιατρούς να προσφέρουν ευθανασία σε ασθενείς που κρίνονται ότι είναι ανίατοι μετά από καθοριστικές ιατρικές εξετάσεις », μέχρι τις 24 Αυγούστου 1941, όταν η πρώτη φάση της επιχείρησης είχε ολοκληρωθεί, πάνω από 70000 ασθενείς από 130 γερμανικά νοσοκομεία είχαν θανατωθεί.[14] Αρχικά οι ασθενείς θανατώνονταν σε θαλάμους αερίων, ενώ μετά το καλοκαίρι του 1941 άρχισαν να χρησιμοποιούνται συνδυασμοί ενέσεων, δηλητηριάσεων και λιμοκτονίας. Οι ίδιοι θάλαμοι αερίων, μετά το εσπευσμένο τέλος της επιχείρησης ευθανασίας, εξαιτίας του σάλου που προήλθε στην γερμανική κοινή γνώμη από τη γνωστοποίησή του, μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου χρησιμοποιήθηκαν για την εξόντωση άλλων πληθυσμιακών ομάδων.
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε όλα τα προγράμματα στείρωσης, απομόνωσης και εξόντωσης σωματικά και πνευματικά « ασθενών » ατόμων και φυλών που εφαρμόστηκαν από το ναζιστικό καθεστώς, ως τμήματα ενός ευρύτερου σχεδίου αρνητικής ευγονικής, που αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας « νέας », « βελτιωμένης » ανθρώπινης φυλής, με τη συνεπικουρία και ενός σχεδίου θετικής ευγονικής ( γάμοι μεταξύ « γενετικά άριστων » γερμανών), το οποίο επίσης εφαρμόστηκε την ίδια περίοδο, αν και σε μικρή κλίμακα ( αφορούσε στα μέλη των SS).
« Η ευγονική », παρατηρεί ο Ζωρζ Κοέν, « δεν είναι μια ιδεολογία που έχει επιβληθεί στους επιστήμονες από τους πολιτικούς. Οι ρίζες της ανάπτυξής της βρίσκονται ανάμεσα σε ταλαντούχους επιστήμονες και γιατρούς. Έχει εξαχθεί με τις ευχές τους στον πολιτικό στίβο. Ο πρώτος που υποστήριξε τη δυνατότητα της γενετικής βελτίωσης των ανθρώπων ήταν ο Γκάλτον, ο οποίος εισήγαγε και τον όρο. Δύο τύποι ευγονικής έχουν περιγραφεί, η θετική και η αρνητική. Η αρνητική ευγονική προτείνει την ελάττωση ή εξάλειψη των πιο ακραίων κληρονομικών ελαττωμάτων – φυσικών ή πνευματικών – και η θετική ευγονική προτείνει να αυξήσει τον αριθμό των καλύτερων ατόμων, αυξάνοντας τις πιθανότητες να φτιάξει ακόμα καλύτερους. Η θετική ευγονική επειδή δεν είναι οικονομική δεν εφαρμόζεται συχνά. Μια πολιτική περιορισμών στον αριθμό των ανεπιθύμητων ατόμων συνεπάγεται χαμηλότερο κόστος και είναι περισσότερο ελκυστική.» [15]
Η ναζιστική Γερμανία δεν είναι η μοναδική περίπτωση κράτους στο οποίο εφαρμόστηκαν προγράμματα « περιορισμού των ανεπιθύμητων ατόμων ». Έχουν προωθηθεί στειρώσεις σε πνευματικώς καθυστερημένα άτομα και σε άτομα με « ανώμαλη συμπεριφορά » στις Πολιτείες της Καλιφόρνια και της Βιρτζίνια στις ΗΠΑ, στη Σουηδία και την Ισλανδία, τόσο πριν όσο και μετά τη δεκαετία του 1940. Η Γερμανία δεν ήταν η μοναδική κοινωνία που συζητούσε την ευθανασία. Στην Αμερική, πολλοί υποστήριζαν ότι η ευθανασία θα βοηθούσε στον περιορισμό των ιατρικών δαπανών. Το 1935 ο Γαλλοαμερικανός νομπελίστας Alexis Carrel υποστήριξε ότι οι εγκληματίες και οι τρελοί θα πρέπει με « ανθρώπινο και οικονομικό τρόπο να περισυλλέγονται σε μικρά ιδρύματα ευθανασίας, εφοδιασμένα με τα κατάλληλα αέρια ».[16] Το 1942 ο δρ. Foster Kennedy, καθηγητής της νευρολογίας στην ιατρική σχολή του Κορνέλ, πρότεινε τη θανάτωση των παιδιών πέντε ετών και άνω με νοητική υστέρηση – « αυτών των αθεράπευτων που δε θα έπρεπε ποτέ να έχουν γεννηθεί, των λαθών της Φύσης » .[17]
Η ναζιστική Γερμανία διαφέρει στο ότι, σύμφωνα με τη ρατσιστική – επιστημονική ιδεολογία της, οι ανήκοντες σε « κατώτερες φυλές » θεωρούντο ως φορείς κληρονομικών ασθενειών μόνο και μόνο εξαιτίας της ένταξής τους σε μία από αυτές. Και φυσικά, υπάρχει διαφορά στην κλίμακα, το μέγεθος της εκκαθάρισης, τη μαζικότητά της.
Χρειάστηκε ένας συνδυασμός πολλών παραγόντων στον ίδιο τόπο και χρόνο για να φτάσουμε σε αυτό που ονομάστηκε Ολοκαύτωμα, το οποίο θεωρήσαμε και ως τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος αρνητικής ευγονικής. Στην εργασία αυτή δε θα μπορούσαμε να τους παραθέσουμε όλους. Θεωρούμε όμως ότι ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στη μαζική εξόντωση ήταν κι αυτός της σύνδεσης της οικονομικής λογικής με την ρατσιστική ιδεολογία.
Σύμφωνα με τον George Mosse, « η έννοια της παραγωγικότητας έχει ένα ιδιαίτερο βάρος στη ρατσιστική σκέψη, σύμφωνα με την οποία η ανώτερη φυλή ορίζεται πάντοτε ως παραγωγική, ενώ οι κατώτερες φυλές δεν ήταν ποτέ ικανές να αναπτύξουν τις παραγωγικές τους ικανότητες. Το βιβλίο που είχε τη μεγαλύτερη επιρροή μεταξύ των γερμανών ευγονιστών ήταν επικεντρωμένο σε αυτό ακριβώς το πρόβλημα. Ο άρρωστος και όλοι όσοι είχαν χάσει τη θέληση για εργασία θα έπρεπε να εξαλειφθούν διότι η κοινότητα πρέπει να απαλλαχθεί από το βάρος της φροντίδας των ανίκανων προς εργασία μελών της. Ο δικηγόρος Karl Binding και ο γιατρός Alfred Hoch είχαν γράψει το βιβλίο Η απαλλαγή από μια ζωή που δεν αξίζει να ζει κανείς ώστε να μπορεί να καταστραφεί ( Die freigabe der Vernichtung Lebensun – Wertes Lebens ), το 1920, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Σύμφωνα με τη θεωρία τους, η διατήρηση στη ζωή αυτών που είχαν πάψει πια να είναι χρήσιμοι στον εαυτό τους και την κοινωνία, συνεπαγόταν εκμετάλλευση της θέλησης για εργασία των άλλων και κατάχρηση του πλούτου που παρήγαγαν οι υγιείς και παραγωγικοί άνθρωποι. Οι δυο συγγραφείς αντιπαρέβαλλαν τη θυσία της νεολαίας στον πρόσφατο πόλεμο με τη σπατάλη που προκαλούσε η παροχή βοήθειας σε αυτές τις άχρηστες υπάρξεις. Η ευθανασία, κατέληγε το βιβλίο, βασιζόταν στο σεβασμό της θέλησης για ζωή κάθε ατόμου ».[18]
Όταν ετέθη σε εφαρμογή το σχέδιο ευθανασίας των ανίατα ασθενών και των ψυχασθενών, ο Philipp Bouhler, επικεφαλής της καγκελαρίας του ναζιστικού κόμματος, έκανε σαφές ότι σκοπός της επιχείρησης δεν ήταν μόνο να συνεχιστεί « ο αγώνας εναντίον των γενετικών ασθενειών » αλλά και να απελευθερωθούν νοσοκομειακές κλίνες και προσωπικό ενόψει του επερχόμενου πολέμου». Η φιλοσοφία ήταν απλή: οι ασθενείς έπρεπε είτε να θεραπεύονται είτε να θανατώνονται.[19]
Και αν οι, εκτός της παραγωγικής διαδικασίας, ανίατα ασθενείς και ψυχασθενείς φονεύονταν τόσο για λόγους αρνητικής ευγονικής όσο και για οικονομικούς λόγους, το ίδιο μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ίσχυε και για τις ομάδες πληθυσμού οι οποίες στειρώνονταν – αυτή τη φορά, για εξοικονόμηση μελλοντικών πόρων.
Η πλέον « συμφέρουσα οικονομικά λύση », στην περίπτωση των εβραίων, σήμαινε, όσο κι αν θεωρείται περίεργο σήμερα, η μεταφορά τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα στρατόπεδα αυτά, σε μεγάλο βαθμό, προΰπήρχαν. Το Μάρτιο του 1933 ο Herman Goering ίδρυσε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σύμφωνα με το πρότυπο των αντίστοιχων βρετανικών που είχαν ιδρυθεί μετά τον πόλεμο των Boers. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποσκοπούσαν στην « διάσωση από το σφάλμα » εκατομμυρίων γερμανών εργατών που είχαν « παρασυρθεί από τον μαρξισμό ».Επρόκειτο για στρατόπεδα αναδιαπαιδαγώγησης και ( ή μάλλον διά της ) καταναγκαστικής εργασίας. Ο εσωτερικός διαχωρισμός κάποιων από αυτά τα στρατόπεδα, καθώς και η κατασκευή κάποιων ακόμα θεωρήθηκε ως πιο συμφέρουσα λύση από την μεταφορά του συνόλου του εβραϊκού πληθυσμού της Γερμανίας σε κάποια μακρινή περιοχή εκτός Ευρώπης ( η προτεινόμενη περιοχή ήταν η Μαγαδασκάρη). Τον Απρίλιο του 1941 τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εγκαινίασαν ένα νέο πρόγραμμα, σχεδιασμένο για την εξόντωση των τροφίμων που δεν ήταν πια ικανοί ή πρόθυμοι να εργαστούν, με την κωδική ονομασία 14 f 13. Όποιος δεν παρήγαγε θανατωνόταν.
Με τα προηγούμενα, δε θα θέλαμε να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι κίνητρο του Ολοκαυτώματος ήταν η καταλήστευση των εβραίων και η χρησιμοποίησή τους ως δωρεάν εργατικό δυναμικό, αλλά απλώς να σημειώσουμε ότι αυτά ήταν δομικά στοιχεία της επιχείρησης εξόντωσής τους, και ως τέτοια δεν πρέπει να παραβλέπονται προς χάριν του ιδεολογικού – προπαγανδιστικού στοιχείου της εξολόθρευσης που στις περισσότερες μελέτες για το φαινόμενο θεωρείται ως κυρίαρχο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης – εργασίας και εξολόθρευσης ήταν κατασκευασμένα με το πρότυπο των εργοστασίων της εποχής κι ότι παρήγαγαν τόσο πρώτες ύλες για τις γερμανικές πολεμικές επιχειρήσεις, όσο και ( δια της αρνητικής ευγονικής, της μαζικής δολοφονίας) ένα « νέο, βελτιωμένο προϊόν » : την εκλεκτή, άρια φυλή[20].
Αν και ( ελάχιστοι) υπεύθυνοι της μαζικής εξολόθρευσης πληθυσμών στη ναζιστική Γερμανία τιμωρήθηκαν, στη δίκη της Νυρεμβέργης, το ίδιο δε συνέβη ούτε με τους βιολόγους ούτε με τους γιατρούς που συνέβαλλαν αποφασιστικά με τα συγγράμματα, τις έρευνες και τις πρακτικές τους στο σχεδιασμό και την εκτέλεση του Ολοκαυτώματος. Η διεθνής επιστημονική κοινότητα δεν ενδιαφέρθηκε και οι γερμανοί επιστήμονες έδειξαν συναδελφική αλληλεγγύη. Είναι επίσης άξιο λόγου να αναφερθεί ότι η φύση των γονιδίων (DNA) δεν ήταν γνωστή εκείνη την εποχή. Όπως γράφει ο Κοέν « έκτοτε όλα άλλαξαν ριζοσπαστικά.» Η σχέση της γενετικής με την οικονομία και τη λογική της οικονομίας της αγοράς, και όχι πλέον με έναν ρατσιστικό επιστημονικό λόγο όπως αυτός της δεκαετίας του 1930, είναι κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίζει.
« […] Ο γενότυπος του γονιδίου του Huntington μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια στις μέρες μας. Στις ΗΠΑ, όπου δεν υπάρχει σύστημα δημόσιας ιατρικής ασφάλισης, δεν τίθεται θέμα να ασφαλιστεί ένας φορέας του υπολειπόμενου γονιδίου της ασθένειας σε φυσιολογικά λογικές τιμές. Το οικονομικό κόστος είναι τόσο υψηλό ώστε το συγκεκριμένο άτομο δε μπορεί να ασφαλιστεί. Από τη στιγμή αυτή ανήκει στη γενετικά οριζόμενη υποκατηγορία, ή σωστότερα κατώτερη φυλή. Αντίστοιχα τεστ δεν υπάρχουν για τη σχιζοφρένεια ή τη μανιοκατάθλιψη. […]Αλλά είναι απόλυτα σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα σχετικά γονίδια θα ανακαλυφθούν κι ότι το τεστ DNA θα γίνει πραγματικότητα. Ο στιγματισμός ίσως επανέλθει ξανά αν δεν έχει κηρυχθεί παράνομος μέχρι τότε. […] Η πλειοψηφία των επιστημόνων που δεν δέχεται ότι έχει αποδειχθεί η κληρονομικότητα του IQ , θα πρέπει να σκεφθούν τι θα πουν εάν αποδειχθεί, ιδιαίτερα αν συνδεθεί με φυλετικές διαφορές. […] Τέλος, μεγάλη προσπάθεια γίνεται στις μέρες μας να αποδειχθεί η κληρονομικότητα αυτού που αποκαλούν κατ’ευφημισμό « βίαιη επιθετικότητα », με άλλα λόγια εγκληματικότητα. Σε μια περίπτωση έχει αναφερθεί η επιτυχής απομόνωση ενός γονιδίου υπεύθυνου για την προδιάθεση για βίαιη συμπεριφορά, βιασμό, εμπρησμό κλπ.»[21]
Οι σημερινοί γενετιστές θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο στη χρησιμοποίηση της επιστήμης τους. Η επόμενη γενεά των γενετιστών θα κριθεί τελικά σύμφωνα με το πώς θα αντιδράσει μπροστά στο δίλημμα: θα βοηθήσει ή θα εγκαταλείψει όσους χρειάζονται βοήθεια ? Μένει να δούμε την απάντηση. Προς το παρόν πάντως, στο επίπεδο του λόγου, φαίνεται ότι « στις σύγχρονες δημοκρατίες είναι δυνατόν να ειπωθεί δημόσια αυτό που οι ναζί βιοπολιτικοί δεν τόλμησαν να πουν ».[22]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η βιβλιογραφία του Ολοκαυτώματος είναι τεράστια. Για τη συγγραφή της παρούσας εργασίας χρησιμοποιήσαμε τις ακόλουθες μελέτες
-1- Ασημακοπούλου, Φ., « Γκομπινώ και Φαλλμεράυερ. Δύο σύμμαχοι », περ. « Τα Ιστορικά », τεύχος 31 ( Δεκέμβριος 1999)
-2- Burgio, A., L’invenzione delle razze. Studi sul razzismo e revisionismo storico, Manifestolibri, Roma, 1998
-3- Burgio, A. ( a c. di ), Radici e frontiere. Ricerche su razzismi e nazionalismi, Mondadori, Milano, 1993
-4- Bauman, Z., Modernita e Olocausto, Il Mulino, Bologna, 1992
-5- Feingold, H. L., “ How unique is the Holocaust ? ”, στο Grobman, A., Landes, D. ( eds ), Genocide: Critical Issues of the Holocaust, The Simon Wiesenthal Centre, Los Angeles, 1983
-6- Hilberg, R., La distruzione degli ebrei in Europa, Einaudi, Torino, 1995 ( 2 τ.)
-7- Kοέν, Ζ., « Γενετική και κοινωνία », περ. « Ο Πολίτης », τεύχος 128 ( Δεκέμβριος 2004) σ. 30 – 38
-8- Kuper, L., Genocide: Its Political Use in the Twentieth Century, Yale University Press, New Haven, 1981
-9- Μααλούφ, Α., Οι σταυροφορίες από τη μεριά των Αράβων, Λιβάνης, Αθήνα, χ.χ.
-10-Mosse, G., Il razzismo in Europa dalle origini all’Olocausto, Laterza, Bari, 1980
-11-Proctor, R., « Η εξόντωση “της ζωής που δεν αξίζει να τη ζει κανείς” », στο Μακρυνιώτη, Δ., Τα όρια του σώματος. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Νήσος, Αθήνα, 2004
-12-Tagliacozzo, F., Migliau, B., Gli ebrei nella storia e nella societa contemporanea, La Nuova Italia, Firenze, 1993
-13-Τοντόροφ, Τ., Η κατάκτηση της Αμερικής. Το πρόβλημα του άλλου, Νήσος, Αθήνα, 2004
[1] Proctor, R., « Η εξόντωση της ζωής που δεν αξίζει να τη ζει κανείς », στο ( επ.) Δ. Μακρυνιώτη, Τα όρια του σώματος. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Νήσος, Αθήνα, 2004, σ.395
[2] Με τον όρο αυτό, στην εργασία μας, εννοείται η μαζική δολοφονία τόσο των εβραϊκών πληθυσμών της Ευρώπης, όσο και των ρομά, των κομμουνιστών, των ομοφυλοφίλων και των « κοινωνικά παρεκκλινόντων», δηλαδή του συνόλου των ανθρώπων που θανατώθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
[3] Υπενθυμίζουμε ότι το διάταγμα που υποχρέωνε τους εναπομείναντες Εβραίους και χριστιανούς κατοίκους των δυο ισπανικών βασιλείων να βαπτιστούν χριστιανοί είχε τον τίτλο « νόμος περί καθαρότητας του αίματος». Για την « συνάντηση » σταυροφόρων και μουσουλμάνων βλ. Μααλούφ, Αμίν, Οι σταυροφορίες από την πλευρά των Αράβων, Λιβάνης, Αθήνα.
[4] Τοντόροφ, Τ., Η κατάκτηση της Αμερικής, Νήσος, Αθήνα, 2004, σ.227 – 228.
[5] Burgio, A., L’invenzione delle razze. Studi sul razzismo e revisionismo storico, Manifestolibri, Roma, 1998, όπως επίσης , με επιμέλεια του ιδίου, Radici e frontiere. Ricerche su razzismi e nazionalismi, Milano, 1993.
[6] Burgio, A., L’invenzione delle razze, ο.π., σ.95
[7] Tagliacozzo, F., Migliau, B., Gli ebrei nella storia e nella societa contemporanea, La Nuova Italia, Firenze, 1993, σ. 241. Όλες οι πληροφορίες σχετικά με τους νόμους της Νυρεμβέργης προέρχονται από αυτή τη μελέτη.
[8] Ασημακοπούλου, Φ., « Γκομπινώ και Φαλμεράυερ. Δύο σύμμαχοι », περ. « Τα Ιστορικά », τεύχος 31 ( Δεκέμβριος 1999), σ. 332 – 333.
[9] Burgio, A., Casali, L., ( a c. di ), Studi sul razzismo italiano, Bologna, 1996, σ.38
[10] Tagliacozzo, F., Migliau, B., ο.π., σ.357.
[11] Proctor, R., ο.π., σ.397 – 398.
[12] Proctor, R., ο.π., σ. 401.
[13] Ο.π., σ. 405.
[14] Proctor, R., ο.π., σ. 395 – 396.
[15] Κοέν, Ζ., « Γενετική και κοινωνία », περ. « Ο Πολίτης », τ. 128 ( Δεκέμβριος 2004 ), σ. 36
[16] Proctor, R., ο.π., σ. 409.
[17] ο.π., σ.410.
[18] Mosse, G., Il razzismo in Europa dalle origini all’Olocausto, Laterza, Bari, 1980, σ. 231.
[19] Proctor, R., ο.π., σ. 396.
[20] Feingold, H. L., “ How unique is the Holocaust ? ” , στο Grobman, A., Landes, D. (ed ), Genocide: critical issues of the Holocaust, The Simon Wiesenthal Centre, Los Angeles, 1983, σ. 399 – 400.
[21] Κοέν, Ζ., ο.π., σ. 37 – 38.
[22] Agamben, G., « Η πολιτικοποίηση του θανάτου », στο Μακρυνιώτη, Δ. ( επ ), Τα όρια του σώματος, ο.π., σ. 418.
Πριν εξετάσουμε τον λόγο της ιατρικής και της βιολογίας στη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς και τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που αυτοί παρήγαγαν στην πράξη, κρίναμε σκόπιμο να σκιαγραφήσουμε με αδρές γραμμές την ιστορική πορεία που οδήγησε στη θεωρητικοποίηση της μαζικής εξόντωσης πληθυσμών, κι αυτό για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο. Στις μέρες μας, διακρίνεται μια προσπάθεια από-ιστορικοποίησης της ναζιστικής περιόδου γενικά και του Ολοκαυτώματος ειδικότερα. Μέσω της επανερμηνείας της ιστορίας της περιόδου, το Ολοκαύτωμα παρουσιάζεται ως κάτι « εκτός της ιστορίας», ως ένα φαινόμενο μοναδικό, ως μια « τραγωδία» που αποκλείεται να επαναληφθεί, σε τελευταία ανάλυση ως μια « μεταφυσική καταστροφή». Σύμφωνα με την άποψή μας, η ιστορική περίοδος « ναζιστική Γερμανία» και το ιστορικό γεγονός « Ολοκαύτωμα»[2], όπως και κάθε άλλο ιστορικό γεγονός, δεν μπορεί να επαναληφθεί « ως έχει ».Όμως, τα επιμέρους στοιχεία που διέπουν το ιστορικό γεγονός, προΰπήρχαν αυτού, είναι αποτελέσματα ιστορικών διαδικασιών μακράς και μέσης διάρκειας, δεν εμφανίστηκαν ούτε σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο μόνο, ούτε καν σε ένα συγκεκριμένο τόπο και μόνο. Η ναζιστική Γερμανία και το Ολοκαύτωμα δεν είναι εξαίρεση ( σε έναν κανόνα, ο οποίος, άλλωστε, δεν υπάρχει) αλλά αποτέλεσμα.
Θεωρούμε ότι αντικείμενο του Ολοκαυτώματος είναι, κατά μία έννοια, η υλική παραγωγή. Η παραγωγή ανθρώπων υγιών και χρήσιμων για την κοινωνία και την υλική παραγωγή δια της υλικής καταστροφής σωμάτων ασθενών, ελλιπών, αντικοινωνικών και άχρηστων ή βλαπτικών για την υλική παραγωγή και γενικότερα για την αναπαραγωγή μιας « τέλειας» κοινωνίας. Της καταστροφής-δημιουργίας προηγείται η διάκριση και ο αποκλεισμός. Η διάκριση μεταξύ χρήσιμου και άχρηστου, δηλαδή μεταξύ υγιούς και ασθενούς, μεταξύ κοινωνικού και αντικοινωνικού, μεταξύ Γερμανού και μη Γερμανού. Στο πρώτο σκέλος βρίσκουμε τον « τέλειο άνθρωπο» σύμφωνα με την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία. Τον υγιή και υπάκουο γερμανό εργαζόμενο, αυτόν στον οποίο ανήκει δικαιωματικά όχι μόνο το μέλλον αλλά και η ανθρωπότητα. Στο δεύτερο σκέλος βρίσκουμε κάτι που θεωρείται ατελές, « κάτι λιγότερο από άνθρωπος ».
Για να φτάσουμε στη διάκριση άνθρωπος – κάτι λιγότερο από άνθρωπος προηγήθηκαν ιστορικά δύο άλλα στάδια. Το πρώτο στάδιο, που εδράζεται χρονικά στο Μεσαίωνα και την πρώιμη Νεωτερικότητα, είναι μια διάκριση των ανθρώπων με βάση τη θρησκεία ( χριστιανοί – μη χριστιανοί, μέλη της επίσημης εκκλησίας – αιρετικοί). Το δεύτερο στάδιο ( 19ος αιώνας και μετά) είναι μια διάκριση με βάση την καταγωγή ( κατασκευή εθνικών κοινοτήτων). Σύμφωνα με ένα τμήμα της διεθνούς βιβλιογραφίας, από τον 19ο αιώνα και μετά, περνάμε από μια κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με βάση πολιτισμικά στοιχεία ( πολιτισμικός ρατσισμός) σε μια κατηγοριοποίηση όπου το πολιτισμικό διαπλέκεται με το βιολογικό ( βιολογικός ρατσισμός). Πιστεύουμε ότι αυτή η διάκριση δεν είναι ακριβής, διότι, πίσω από πολιτισμικές διακρίσεις υφείρπαν ήδη από τον Ύστερο Μεσαίωνα και βιολογικές διακρίσεις. Αυτό φαίνεται εντονότερα αν εξετάσουμε κάποιες κρίσιμες συναντήσεις », όπως αυτή μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, την «Επανάκτηση» της Ισπανίας από τους χριστιανούς βασιλείς και τον διωγμό των Εβραιών και μουσουλμάνων κατοίκων της ( αφού προηγήθηκε ο βίαιος εκχριστιανισμός τους)[3], αλλά, κυρίως, την « συνάντηση » ευρωπαίων και ιθαγενών κατά την περίοδο κατάκτησης της Αμερικής. Χαρακτηριστικές είναι οι αφηγήσεις που ακολουθούν.
« Ο Δομινικανός Τομάς Ορτίθ γράφει στο Συμβούλιο των Ινδιών: “Στην ηπειρωτική γη τρώνε ανθρώπινο κρέας. Είναι σοδομίτες περισσότερο από κάθε άλλη ράτσα. Δεν υπάρχει η παραμικρή δικαιοσύνη μεταξύ τους. Κυκλοφορούν γυμνοί, δεν έχουνε ούτε αγάπη ούτε αιδώ. Είναι ηλίθιοι, παλαβοί, σέβονται την αλήθεια μόνο όταν είναι προς όφελός τους. Είναι άστατοι. Δεν ξέρουν τι εστι συμβουλή. Είναι πολύ αγνώμονες και τους αρέσουν οι καινοτομίες.[…] Δεν έχουν γένια, και αν σε μερικούς τους φυτρώνουν, τα μαδάνε και τα ξεριζώνουν. […] Όσο μεγαλώνουν γίνονται χειρότεροι. Μέχρι τα δέκα – δώδεκα χρόνια τους, φαίνεται πως θα βγούνε με κάποια ανατροφή και αρετή. Όταν περάσουνε, γίνονται σαν τα κτήνη. […] Είναι απερίσκεπτοι σαν γαϊδούρια και δεν το έχουν σε τίποτα να αλληλοσκοτώνονται”.
Ο δεύτερος συγγραφέας είναι ο Οβιέδο: “ Ούτε και τα κεφάλια τους είναι σαν των άλλων ανθρώπων, γιατί τα κρανία τους είναι τόσο γερά και χοντρά, ώστε η βασική προειδοποίηση που έχουνε οι χριστιανοί όταν παλεύουνε μαζί τους κι έρχονται στα χέρια είναι να μην τους ρίχνουνε μαχαιριές στο κεφάλι, επειδή τα σπαθιά σπάνε.” Δε θα εκπλαγούμε », γράφει ο Τσβέταν Τοντόροφ, « μαθαίνοντας ότι ο Οβιέδο είναι στην πραγματικότητα οπαδός της “τελικής λύσης” του ινδιάνικου ζητήματος, την ευθύνη της οποίας θα ήθελε να την αναλάβει ο Θεός των χριστιανών».[4]
Στη θέση της διάκρισης\ διαδοχής μεταξύ πολιτισμικού και βιολογικού ρατσισμού, θα πρέπει, ακολουθώντας σε αυτό το σημείο τον Alberto Burgio, να διακρίνουμε τον ρατσισμό σε πρώιμο\ ανορθολογικό και επιστημονικό.[5]Σύμφωνα με αυτή την διάκριση, η κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με βάση σωματικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά, είναι δομικό στοιχείο κάθε ρατσιστικού λόγου. Η πραγματική τομή όμως βρίσκεται στη συνάντηση των ρατσιστικών θεωριών με τις φυσικές επιστήμες, και ιδίως με το λόγο της βιολογίας, από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά.
Η πρόοδος της εκκοσμίκευσης , αφαιρώντας δύναμη από τα πολιτισμικά - θρησκευτικά θεμέλια της διαφοροποίησης ( θρησκευτικά, γλωσσολογικά, εθνο – ανθρωπολογικά, ιδεολογικό – πολιτικά) συντέλεσε σε μια ριζική μεταβολή του ρατσιστικού λόγου. Αν και η αναζήτηση σχέσεων μεταξύ σωματικών στοιχείων και πνευματικών χαρακτηριστικών είναι μια μόνιμη συνιστώσα των θεωριών περί φυλής ( όπως στην περίπτωση της περιγραφής του κρανίου των ίνδιος από τον Οβιέδο), η συγκεκριμένη μορφή αυτών των διασυνδέσεων αλλάζει αργά αλλά σταθερά μέχρι να φτάσει στο σημείο να θέσει στο φυσικό στοιχείο, το σώμα, την έδρα των πνευματικών χαρακτηριστικών των φυλετικών ομάδων. « Ο ψυχισμός του ανθρώπου βρίσκει επιτέλους στο σώμα τον σταθερό τόπο, τον ανεξάρτητο από κάθε εξωτερικό παράγοντα. Το δίπολο φυσιολογικού ( υπό την έννοια της φυσιολογίας) ντετερμινισμού και ιεραρχικής ταξινόμησης των φυλών υπό το πρίσμα της δυνατότητας που έχει η κάθε μια στο να εκπολιτίζει ή να εκπολιτίζεται, θα ανοίξει σιγά σιγά το δρόμο στον ρατσιστικό ντετερμινισμό. Ο ναζιστικός ρατσισμός, ως μια ιδεολογία που θεωρεί την “ψυχή” ως “φυλή ιδωμένη από το εσωτερικό” και, αντίστροφα, την φυλή ως “εξωτερική όψη της ψυχής”,αποτελεί το επιστέγασμα και τον νόμιμο κληρονόμο κάθε ρατσιστικής θεωρίας.» [6]
Ο μύθος του αίματος είναι κυρίαρχος κατά την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Οι εβραίοι ( όπως άλλωστε και οι ρομ και οι μαύροι) θεωρούνται εν συνόλω ένα διαφορετικό είδος. Αναλύσεις του φαινοτύπου και της βιολογικής δομής υποστηρίζουν μια σωματική διαφοροποίηση η οποία οδηγεί σε πολυγενετικές θέσεις. Μόνο εν μέρει διαφορετικός είναι ο λόγος σχετικά με τους « αντικοινωνικούς » και τους « κληρονομικά ασθενείς », η μοναδική παθολογία των οποίων συνίσταται ( σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ένας νόμος του Ιουλίου του 1933) σε « παθήσεις και χαρακτηριστικά τέτοια που οδηγούν στη μείωση της αξίας του ασθενούς που επιβαρύνει την κοινότητα ».[7] Δεκαετίες ευγονικής οδήγησαν σε μια βιολογικοποίηση των ψυχοσωματικών συνεπειών του κοινωνικού ζητήματος. Εγκληματικότητα, αλκοολισμός, « αποφυγή της εργασίας », παρεκκλίνουσες συμπεριφορές διαφόρων ειδών ( όπως, για παράδειγμα, η υιοθέτηση εκφυλισμένων μοδών και πολιτισμικών προτύπων, η ανικανότητα να ακολουθείται μια « φυσιολογική », τακτική οικιακή οικονομία, και, φυσικά, η ένταξη σε ανατρεπτικές πολιτικές οργανώσεις) οφείλονται, απλώς, στη γενετική ταυτότητα του υποκειμένου, στην γενεαλογία του.
Επιστρέφοντας στους εβραίους, παρατηρούμε ότι ο λόγος περί της πολυγενετικής διαφοροποίησης του « ιουδαίου », εμφανίζεται από τη στιγμή που η πρόοδος της εκκοσμίκευσης αφαιρεί δύναμη από τα θρησκευτικά θεμέλια της διαφοροποίησης. Ακόμα και μέχρι το πρώτο μισό του 19ου αιώνα στην Ευρώπη η « ιουδαϊκή φυλή » ταυτίζεται με μια πίστη και μια θρησκευτική παράδοση. Παρά την αμφισημία του ρατσιστικού λόγου, ο οποίος ψάχνει και τότε διασυνδέσεις μεταξύ ποιότητας της ψυχής και χαρακτηριστικών του σώματος, οι μελέτες περί « αγνότητας του αίματος » δεν ξεπερνούν τα όρια της μεταφοράς. Όσον αφορά στη Γερμανία, το κλίμα αλλάζει κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ( Γκομπινώ, Τσάμπερλεν, Πάουλ Άντον ντε Λαγκάρντ). Όπως σημειώνει η Ασημακοπούλου « το Essai sur l’inegalite’ des races humaines, όπως ο τίτλος προδίδει, προβάλλει την άποψη περί φυσικής επιλογής λόγω γέννησης, για να κατοχυρώσει την κατάταξη του ανθρώπινου είδους με βάση γενετικά κριτήρια, σωματικές δηλαδή ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά. Ο ακρογωνιαίος λίθος όμως του οικοδομήματος του Γκομπινώ δεν είναι απλώς η ιεραρχική ταξινόμηση των φυλών, αλλά η επιβεβλημένη, αμετάκλητη και καταστροφική ανάμιξή τους, προϊόν της τάσης του ανθρώπου για μετακίνηση και της περιέργειάς του για αναζήτηση καινούργιων ερεθισμάτων, συστατικά και τα δύο της φύσης του αναπτυγμένου αυτού είδους. Το πλαίσιο λοιπόν μέσα στο οποίο λειτουργεί το σύστημα Γκομπινώ υπερπροσδιορίζεται από την παντοδυναμία του αναμιγμένου αίματος και συναρτά ένα ανελαστικό ερμηνευτικό σχήμα με δυνατότητα εφαρμογής όλων των περιπτώσεων των ανθρωπίνων κοινωνιών. […] Η επιμιξία των καθαρών αντικειμενικών βιολογικών φυλών θα συνεπιφέρει πληθώρα εκφυλισμένων ανθρωπίνων τύπων αφενός και αφετέρου ποικιλία πολιτικών μοντέλων που υπακούουν, σύμφωνα με τη σκέψη του Γκομπινώ, στο βιολογικό – κοινωνικό πεπρωμένο. Αυτή η θεωρία της κοινωνικής ιστορίας κατηγοριοποιεί, στη συνέχεια, το ανθρώπινο είδος βάσει της ροπής προς τα διάφορα είδη κοινωνικής οργάνωσης και πολιτικής διακυβέρνησης.»[8]
Από τον αντιδημοκρατικό ρατσιστικό λόγο νοσταλγών του Παλαιού Καθεστώτος όπως ο Γκομπινώ, περνάμε σε μια εκ νέου ριζοσπαστικοποίηση του ρατσιστικού λόγου μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου εξαιτίας της ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνικοπολιτικής πάλης στα πλαίσια της Δημοκρατίας της Βαιμάρης και της πολιτικό – ιδεολογικής αλλαγής που προκάλεσε η Οκτωβριανή επανάσταση. « Η μαζική επιτυχία βιβλίων όπως το Die Sunde wider das Blut του Arthur Dinter ( 1918) ή το Deutschland ohne Deutsche του Hans Heyck ( 1929), τα οποία επικεντρώνονταν στις σωματικές βλάβες της Rassenvermischung μεταξύ Γερμανών και Εβραιών, είναι σύμπτωμα και ταυτόχρονα αιτία της γέννησης ενός βιολογικού αντισημιτισμού. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια η άποψη του Βάλτερ Ρατενάου ότι “ το να ανήκει κάποιος σε ένα λαό ή σε ένα έθνος είναι ζήτημα καρδιάς, ψυχής, πνεύματος και συναισθημάτων” φαίνεται ότι ξεπεράστηκε από τα πράγματα.»[9] Όταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 οι ναζί διαμορφώνουν μια « επιστημονική » λογοτεχνία ( βιολογική, γενετική, ανατομική) για να υποστηρίξουν την ανάγκη απαλλαγής από το « υγιές » σώμα του άριου λαού ενός «παρασιτικού οργανισμού», φορέα κληρονομικών ασθενειών, δεν έχει μείνει πια κανένα ίχνος από μια καθαρά μεταφορική διάσταση η οποία χαρακτήριζε τις προηγούμενες περιγραφές του Volkerchaos και των « παρά φύσιν » ερωτικών σχέσεων μεταξύ αρίων και σημιτών. Ο Εβραίος, όπως άλλωστε και ο ρομ, ο μαύρος, ο Σλάβος, έχει γίνει πια ένα ζώο με όλη τη σημασία της λέξης, ένα ζώο διαφορετικό από τον άνθρωπο. « Δεν πρόκειται για άτομα αλλά για κτήνη » γράφει ο Goebels στο ημερολόγιό του μετά την επίσκεψη στο γκέτο του Λόντζ, το Νοέμβριο του 1939.[10] Γι αυτό, « για να αποφύγουμε την εξάπλωση στην Ευρώπη της εβραϊκής ασθένειας, πρέπει να περάσουμε σε ριζοσπαστικές κινήσεις. Δεν είναι ένα ανθρωπιστικό χρέος αλλά μια χειρουργική πράξη.»
Η διαδικασία « επιστημονικοποίησης » της κάθαρσης του « υγιούς γερμανικού σώματος » από τους « παρασιτικούς οργανισμούς » περιλαμβάνει δύο στάδια. Την θεώρηση των κατώτερων φυλών ως ασθενών και τη θεώρησή τους ως κληρονομικών ασθενειών. Όπως σημειώνει ο Proctor, « η ναζιστική αντίληψη περί υγιών και ασθενών φυλών εκφραζόταν, σε ένα επίπεδο, με ιατρικές μεταφορές για τους εβραίους ως “ παράσιτα ” ή “ καρκινώματα ” στο σώμα του γερμανικού Volk. Κάποιος γιατρός το διατύπωνε με τους εξής όρους: “Υπάρχει μια ομοιότητα ανάμεσα στους εβραίους και τους βάκιλους της φυματίωσης: σχεδόν κάθε άνθρωπος φιλοξενεί βάκιλους της φυματίωσης και σχεδόν κάθε λαός στη γη φιλοξενεί εβραίους. Επιπλέον, η φλεγμονή μπορεί να θεραπευθεί με δυσκολία ”.Επιπλέον όμως, οι ναζί γιατροί υποστήριζαν ότι στην πραγματικότητα οι εβραίοι πάσχουν με μεγαλύτερη συχνότητα από ορισμένες μεταβολικές και ψυχικές νόσους.[…] Επίσης ενδιαφέρον ήταν το γεγονός ότι οι εβραίοι παρουσίαζαν μεγαλύτερο ποσοστό σεξουαλικών ατελειών που εκφραζόταν, για παράδειγμα, στην άμβλυνση των δευτερευόντων σεξουαλικών χαρακτηριστικών. Το γεγονός αυτό, διαβεβαίωνε ο [ φίρερ της Ένωσης Ναζί Γιατρών ] Gerhart Wagner εξηγεί όχι μόνο τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης ομοφυλοφιλίας μεταξύ των εβραίων αλλά και τη διάκριση εβραίων γυναικών σε “ ανδρικές ασχολίες ”, όπως ο επαναστατικός πολιτικός ακτιβισμός. Ο Wagner συμπέραινε από αυτό ότι οι εβραίοι ήταν μια ασθενής φυλή. Ο εβραϊσμός ήταν “ αρρώστια προσωποποιημένη ”.[11]
Η μεταβολή του ρατσιστικού λόγου από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου θα μπορούσε να ανακεφαλαιωθεί στα εξής: η ανθρωπότητα είναι χωρισμένη σε ανώτερες και κατώτερες φυλές. Οι κατώτερες, φύσει δούλες, θα πρέπει να υπακούουν στα κελεύσματα των ανωτέρων ( 19ος ). Οι κατώτερες φυλές είναι αποτέλεσμα γενετικού εκφυλισμού. Είναι φορείς γενετικών ανωμαλιών, φορείς κληρονομικών ασθενειών επικίνδυνων για την υγεία των ανώτερων φυλών. Σε ένα τελικό στάδιο, είναι οι ίδιες κληρονομικές ασθένειες, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιατρικούς όρους και με υγειονομικά μέτρα ( 20ος ).
Αποτέλεσμα γενετικών ανωμαλιών είναι όμως και η εγκληματικότητα, ο πολιτικός ακτιβισμός και η ομοφυλοφιλία. Η εγκληματολογική βιολογία, που στόχος της ήταν να « ανακαλύψει αν μπορούν ή όχι να εντοπιστούν συγκεκριμένες ενδείξεις που να επιτρέπουν την πρώιμη ανίχνευση της εγκληματικής συμπεριφοράς, ενδείξεις οι οποίες, με άλλα λόγια, θα επιτρέπουν την αναγνώριση των εγκληματικών τάσεων πριν από την πραγματική έναρξη της εγκληματικής σταδιοδρομίας »[12], δεν ήταν επινόηση των ναζί. Οι επιστήμονες της εγκληματολογικής βιολογίας είχαν προσπαθήσει, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα να κατασκευάσουν ένα ιατροδικαστικό σύστημα που να συνδέει τον ηθικό, τον εγκληματικό και τον φυλετικό εκφυλισμό. Το έγκλημα, σύμφωνα με αυτή την άποψη, ήταν κυριολεκτικά μια ασθένεια. Μέχρι το 1935 τα κυριότερα γερμανικά νομικά και ιατρικά περιοδικά είχαν προτείνει τη θεωρία ότι το έγκλημα και γενικά η « αντικοινωνική συμπεριφορά» ήταν έμφυτα φυλετικά χαρακτηριστικά. Ως « αντικοινωνικοί » θεωρούνταν οι κομμουνιστές, οι πλανόδιοι, οι ζητιάνοι, οι αλκοολικοί, οι πόρνες, οι τοξικοεξαρτημένοι, οι άστεγοι. Όσο για την ομοφυλοφιλία, αυτή θεωρείτο μια « γενετικά καθοριζόμενη παθολογική μορφή εκφυλισμού », μια « έμφυτη, βιολογικά καθοριζόμενη διαταραχή ».[13]
Άνθρωποι από όλες τις προαναφερθείσες κατηγορίες πληθυσμού εστάλησαν σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για να μη « μολύνουν » τον « υγιή γερμανικό πληθυσμό », κι εκεί είτε πέθαναν από τις κακουχίες είτε εξοντώθηκαν μαζικά, ενώ για τις περισσότερες προτάθηκε και εφαρμόστηκε ένα οργανωμένο πρόγραμμα στείρωσης.
Την οδό των στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν ακολούθησαν οι ψυχικά ασθενείς, οι οποίοι βρίσκονταν ήδη απομονωμένοι από τον υπόλοιπο γερμανικό πληθυσμό, έγκλειστοι από τις απαρχές, σχεδόν, της νεωτερικότητας, σε άσυλα. Όπως επίσης και οι ανίατοι ασθενείς, ακόμα και τα ανάπηρα παιδιά. Από τις αρχές Οκτωβρίου 1939, όταν ο Hitler, με ένα μυστικό υπόμνημά του, πιστοποιούσε ότι « ο Ράιχσλάιτερ Bouhler και ο γιατρός dr Brandt επιφορτίζονται εφεξής να επιτρέπουν σε συγκεκριμένους γιατρούς να προσφέρουν ευθανασία σε ασθενείς που κρίνονται ότι είναι ανίατοι μετά από καθοριστικές ιατρικές εξετάσεις », μέχρι τις 24 Αυγούστου 1941, όταν η πρώτη φάση της επιχείρησης είχε ολοκληρωθεί, πάνω από 70000 ασθενείς από 130 γερμανικά νοσοκομεία είχαν θανατωθεί.[14] Αρχικά οι ασθενείς θανατώνονταν σε θαλάμους αερίων, ενώ μετά το καλοκαίρι του 1941 άρχισαν να χρησιμοποιούνται συνδυασμοί ενέσεων, δηλητηριάσεων και λιμοκτονίας. Οι ίδιοι θάλαμοι αερίων, μετά το εσπευσμένο τέλος της επιχείρησης ευθανασίας, εξαιτίας του σάλου που προήλθε στην γερμανική κοινή γνώμη από τη γνωστοποίησή του, μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου χρησιμοποιήθηκαν για την εξόντωση άλλων πληθυσμιακών ομάδων.
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε όλα τα προγράμματα στείρωσης, απομόνωσης και εξόντωσης σωματικά και πνευματικά « ασθενών » ατόμων και φυλών που εφαρμόστηκαν από το ναζιστικό καθεστώς, ως τμήματα ενός ευρύτερου σχεδίου αρνητικής ευγονικής, που αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας « νέας », « βελτιωμένης » ανθρώπινης φυλής, με τη συνεπικουρία και ενός σχεδίου θετικής ευγονικής ( γάμοι μεταξύ « γενετικά άριστων » γερμανών), το οποίο επίσης εφαρμόστηκε την ίδια περίοδο, αν και σε μικρή κλίμακα ( αφορούσε στα μέλη των SS).
« Η ευγονική », παρατηρεί ο Ζωρζ Κοέν, « δεν είναι μια ιδεολογία που έχει επιβληθεί στους επιστήμονες από τους πολιτικούς. Οι ρίζες της ανάπτυξής της βρίσκονται ανάμεσα σε ταλαντούχους επιστήμονες και γιατρούς. Έχει εξαχθεί με τις ευχές τους στον πολιτικό στίβο. Ο πρώτος που υποστήριξε τη δυνατότητα της γενετικής βελτίωσης των ανθρώπων ήταν ο Γκάλτον, ο οποίος εισήγαγε και τον όρο. Δύο τύποι ευγονικής έχουν περιγραφεί, η θετική και η αρνητική. Η αρνητική ευγονική προτείνει την ελάττωση ή εξάλειψη των πιο ακραίων κληρονομικών ελαττωμάτων – φυσικών ή πνευματικών – και η θετική ευγονική προτείνει να αυξήσει τον αριθμό των καλύτερων ατόμων, αυξάνοντας τις πιθανότητες να φτιάξει ακόμα καλύτερους. Η θετική ευγονική επειδή δεν είναι οικονομική δεν εφαρμόζεται συχνά. Μια πολιτική περιορισμών στον αριθμό των ανεπιθύμητων ατόμων συνεπάγεται χαμηλότερο κόστος και είναι περισσότερο ελκυστική.» [15]
Η ναζιστική Γερμανία δεν είναι η μοναδική περίπτωση κράτους στο οποίο εφαρμόστηκαν προγράμματα « περιορισμού των ανεπιθύμητων ατόμων ». Έχουν προωθηθεί στειρώσεις σε πνευματικώς καθυστερημένα άτομα και σε άτομα με « ανώμαλη συμπεριφορά » στις Πολιτείες της Καλιφόρνια και της Βιρτζίνια στις ΗΠΑ, στη Σουηδία και την Ισλανδία, τόσο πριν όσο και μετά τη δεκαετία του 1940. Η Γερμανία δεν ήταν η μοναδική κοινωνία που συζητούσε την ευθανασία. Στην Αμερική, πολλοί υποστήριζαν ότι η ευθανασία θα βοηθούσε στον περιορισμό των ιατρικών δαπανών. Το 1935 ο Γαλλοαμερικανός νομπελίστας Alexis Carrel υποστήριξε ότι οι εγκληματίες και οι τρελοί θα πρέπει με « ανθρώπινο και οικονομικό τρόπο να περισυλλέγονται σε μικρά ιδρύματα ευθανασίας, εφοδιασμένα με τα κατάλληλα αέρια ».[16] Το 1942 ο δρ. Foster Kennedy, καθηγητής της νευρολογίας στην ιατρική σχολή του Κορνέλ, πρότεινε τη θανάτωση των παιδιών πέντε ετών και άνω με νοητική υστέρηση – « αυτών των αθεράπευτων που δε θα έπρεπε ποτέ να έχουν γεννηθεί, των λαθών της Φύσης » .[17]
Η ναζιστική Γερμανία διαφέρει στο ότι, σύμφωνα με τη ρατσιστική – επιστημονική ιδεολογία της, οι ανήκοντες σε « κατώτερες φυλές » θεωρούντο ως φορείς κληρονομικών ασθενειών μόνο και μόνο εξαιτίας της ένταξής τους σε μία από αυτές. Και φυσικά, υπάρχει διαφορά στην κλίμακα, το μέγεθος της εκκαθάρισης, τη μαζικότητά της.
Χρειάστηκε ένας συνδυασμός πολλών παραγόντων στον ίδιο τόπο και χρόνο για να φτάσουμε σε αυτό που ονομάστηκε Ολοκαύτωμα, το οποίο θεωρήσαμε και ως τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος αρνητικής ευγονικής. Στην εργασία αυτή δε θα μπορούσαμε να τους παραθέσουμε όλους. Θεωρούμε όμως ότι ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στη μαζική εξόντωση ήταν κι αυτός της σύνδεσης της οικονομικής λογικής με την ρατσιστική ιδεολογία.
Σύμφωνα με τον George Mosse, « η έννοια της παραγωγικότητας έχει ένα ιδιαίτερο βάρος στη ρατσιστική σκέψη, σύμφωνα με την οποία η ανώτερη φυλή ορίζεται πάντοτε ως παραγωγική, ενώ οι κατώτερες φυλές δεν ήταν ποτέ ικανές να αναπτύξουν τις παραγωγικές τους ικανότητες. Το βιβλίο που είχε τη μεγαλύτερη επιρροή μεταξύ των γερμανών ευγονιστών ήταν επικεντρωμένο σε αυτό ακριβώς το πρόβλημα. Ο άρρωστος και όλοι όσοι είχαν χάσει τη θέληση για εργασία θα έπρεπε να εξαλειφθούν διότι η κοινότητα πρέπει να απαλλαχθεί από το βάρος της φροντίδας των ανίκανων προς εργασία μελών της. Ο δικηγόρος Karl Binding και ο γιατρός Alfred Hoch είχαν γράψει το βιβλίο Η απαλλαγή από μια ζωή που δεν αξίζει να ζει κανείς ώστε να μπορεί να καταστραφεί ( Die freigabe der Vernichtung Lebensun – Wertes Lebens ), το 1920, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Σύμφωνα με τη θεωρία τους, η διατήρηση στη ζωή αυτών που είχαν πάψει πια να είναι χρήσιμοι στον εαυτό τους και την κοινωνία, συνεπαγόταν εκμετάλλευση της θέλησης για εργασία των άλλων και κατάχρηση του πλούτου που παρήγαγαν οι υγιείς και παραγωγικοί άνθρωποι. Οι δυο συγγραφείς αντιπαρέβαλλαν τη θυσία της νεολαίας στον πρόσφατο πόλεμο με τη σπατάλη που προκαλούσε η παροχή βοήθειας σε αυτές τις άχρηστες υπάρξεις. Η ευθανασία, κατέληγε το βιβλίο, βασιζόταν στο σεβασμό της θέλησης για ζωή κάθε ατόμου ».[18]
Όταν ετέθη σε εφαρμογή το σχέδιο ευθανασίας των ανίατα ασθενών και των ψυχασθενών, ο Philipp Bouhler, επικεφαλής της καγκελαρίας του ναζιστικού κόμματος, έκανε σαφές ότι σκοπός της επιχείρησης δεν ήταν μόνο να συνεχιστεί « ο αγώνας εναντίον των γενετικών ασθενειών » αλλά και να απελευθερωθούν νοσοκομειακές κλίνες και προσωπικό ενόψει του επερχόμενου πολέμου». Η φιλοσοφία ήταν απλή: οι ασθενείς έπρεπε είτε να θεραπεύονται είτε να θανατώνονται.[19]
Και αν οι, εκτός της παραγωγικής διαδικασίας, ανίατα ασθενείς και ψυχασθενείς φονεύονταν τόσο για λόγους αρνητικής ευγονικής όσο και για οικονομικούς λόγους, το ίδιο μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ίσχυε και για τις ομάδες πληθυσμού οι οποίες στειρώνονταν – αυτή τη φορά, για εξοικονόμηση μελλοντικών πόρων.
Η πλέον « συμφέρουσα οικονομικά λύση », στην περίπτωση των εβραίων, σήμαινε, όσο κι αν θεωρείται περίεργο σήμερα, η μεταφορά τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα στρατόπεδα αυτά, σε μεγάλο βαθμό, προΰπήρχαν. Το Μάρτιο του 1933 ο Herman Goering ίδρυσε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σύμφωνα με το πρότυπο των αντίστοιχων βρετανικών που είχαν ιδρυθεί μετά τον πόλεμο των Boers. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποσκοπούσαν στην « διάσωση από το σφάλμα » εκατομμυρίων γερμανών εργατών που είχαν « παρασυρθεί από τον μαρξισμό ».Επρόκειτο για στρατόπεδα αναδιαπαιδαγώγησης και ( ή μάλλον διά της ) καταναγκαστικής εργασίας. Ο εσωτερικός διαχωρισμός κάποιων από αυτά τα στρατόπεδα, καθώς και η κατασκευή κάποιων ακόμα θεωρήθηκε ως πιο συμφέρουσα λύση από την μεταφορά του συνόλου του εβραϊκού πληθυσμού της Γερμανίας σε κάποια μακρινή περιοχή εκτός Ευρώπης ( η προτεινόμενη περιοχή ήταν η Μαγαδασκάρη). Τον Απρίλιο του 1941 τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εγκαινίασαν ένα νέο πρόγραμμα, σχεδιασμένο για την εξόντωση των τροφίμων που δεν ήταν πια ικανοί ή πρόθυμοι να εργαστούν, με την κωδική ονομασία 14 f 13. Όποιος δεν παρήγαγε θανατωνόταν.
Με τα προηγούμενα, δε θα θέλαμε να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι κίνητρο του Ολοκαυτώματος ήταν η καταλήστευση των εβραίων και η χρησιμοποίησή τους ως δωρεάν εργατικό δυναμικό, αλλά απλώς να σημειώσουμε ότι αυτά ήταν δομικά στοιχεία της επιχείρησης εξόντωσής τους, και ως τέτοια δεν πρέπει να παραβλέπονται προς χάριν του ιδεολογικού – προπαγανδιστικού στοιχείου της εξολόθρευσης που στις περισσότερες μελέτες για το φαινόμενο θεωρείται ως κυρίαρχο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης – εργασίας και εξολόθρευσης ήταν κατασκευασμένα με το πρότυπο των εργοστασίων της εποχής κι ότι παρήγαγαν τόσο πρώτες ύλες για τις γερμανικές πολεμικές επιχειρήσεις, όσο και ( δια της αρνητικής ευγονικής, της μαζικής δολοφονίας) ένα « νέο, βελτιωμένο προϊόν » : την εκλεκτή, άρια φυλή[20].
Αν και ( ελάχιστοι) υπεύθυνοι της μαζικής εξολόθρευσης πληθυσμών στη ναζιστική Γερμανία τιμωρήθηκαν, στη δίκη της Νυρεμβέργης, το ίδιο δε συνέβη ούτε με τους βιολόγους ούτε με τους γιατρούς που συνέβαλλαν αποφασιστικά με τα συγγράμματα, τις έρευνες και τις πρακτικές τους στο σχεδιασμό και την εκτέλεση του Ολοκαυτώματος. Η διεθνής επιστημονική κοινότητα δεν ενδιαφέρθηκε και οι γερμανοί επιστήμονες έδειξαν συναδελφική αλληλεγγύη. Είναι επίσης άξιο λόγου να αναφερθεί ότι η φύση των γονιδίων (DNA) δεν ήταν γνωστή εκείνη την εποχή. Όπως γράφει ο Κοέν « έκτοτε όλα άλλαξαν ριζοσπαστικά.» Η σχέση της γενετικής με την οικονομία και τη λογική της οικονομίας της αγοράς, και όχι πλέον με έναν ρατσιστικό επιστημονικό λόγο όπως αυτός της δεκαετίας του 1930, είναι κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίζει.
« […] Ο γενότυπος του γονιδίου του Huntington μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια στις μέρες μας. Στις ΗΠΑ, όπου δεν υπάρχει σύστημα δημόσιας ιατρικής ασφάλισης, δεν τίθεται θέμα να ασφαλιστεί ένας φορέας του υπολειπόμενου γονιδίου της ασθένειας σε φυσιολογικά λογικές τιμές. Το οικονομικό κόστος είναι τόσο υψηλό ώστε το συγκεκριμένο άτομο δε μπορεί να ασφαλιστεί. Από τη στιγμή αυτή ανήκει στη γενετικά οριζόμενη υποκατηγορία, ή σωστότερα κατώτερη φυλή. Αντίστοιχα τεστ δεν υπάρχουν για τη σχιζοφρένεια ή τη μανιοκατάθλιψη. […]Αλλά είναι απόλυτα σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα σχετικά γονίδια θα ανακαλυφθούν κι ότι το τεστ DNA θα γίνει πραγματικότητα. Ο στιγματισμός ίσως επανέλθει ξανά αν δεν έχει κηρυχθεί παράνομος μέχρι τότε. […] Η πλειοψηφία των επιστημόνων που δεν δέχεται ότι έχει αποδειχθεί η κληρονομικότητα του IQ , θα πρέπει να σκεφθούν τι θα πουν εάν αποδειχθεί, ιδιαίτερα αν συνδεθεί με φυλετικές διαφορές. […] Τέλος, μεγάλη προσπάθεια γίνεται στις μέρες μας να αποδειχθεί η κληρονομικότητα αυτού που αποκαλούν κατ’ευφημισμό « βίαιη επιθετικότητα », με άλλα λόγια εγκληματικότητα. Σε μια περίπτωση έχει αναφερθεί η επιτυχής απομόνωση ενός γονιδίου υπεύθυνου για την προδιάθεση για βίαιη συμπεριφορά, βιασμό, εμπρησμό κλπ.»[21]
Οι σημερινοί γενετιστές θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο στη χρησιμοποίηση της επιστήμης τους. Η επόμενη γενεά των γενετιστών θα κριθεί τελικά σύμφωνα με το πώς θα αντιδράσει μπροστά στο δίλημμα: θα βοηθήσει ή θα εγκαταλείψει όσους χρειάζονται βοήθεια ? Μένει να δούμε την απάντηση. Προς το παρόν πάντως, στο επίπεδο του λόγου, φαίνεται ότι « στις σύγχρονες δημοκρατίες είναι δυνατόν να ειπωθεί δημόσια αυτό που οι ναζί βιοπολιτικοί δεν τόλμησαν να πουν ».[22]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η βιβλιογραφία του Ολοκαυτώματος είναι τεράστια. Για τη συγγραφή της παρούσας εργασίας χρησιμοποιήσαμε τις ακόλουθες μελέτες
-1- Ασημακοπούλου, Φ., « Γκομπινώ και Φαλλμεράυερ. Δύο σύμμαχοι », περ. « Τα Ιστορικά », τεύχος 31 ( Δεκέμβριος 1999)
-2- Burgio, A., L’invenzione delle razze. Studi sul razzismo e revisionismo storico, Manifestolibri, Roma, 1998
-3- Burgio, A. ( a c. di ), Radici e frontiere. Ricerche su razzismi e nazionalismi, Mondadori, Milano, 1993
-4- Bauman, Z., Modernita e Olocausto, Il Mulino, Bologna, 1992
-5- Feingold, H. L., “ How unique is the Holocaust ? ”, στο Grobman, A., Landes, D. ( eds ), Genocide: Critical Issues of the Holocaust, The Simon Wiesenthal Centre, Los Angeles, 1983
-6- Hilberg, R., La distruzione degli ebrei in Europa, Einaudi, Torino, 1995 ( 2 τ.)
-7- Kοέν, Ζ., « Γενετική και κοινωνία », περ. « Ο Πολίτης », τεύχος 128 ( Δεκέμβριος 2004) σ. 30 – 38
-8- Kuper, L., Genocide: Its Political Use in the Twentieth Century, Yale University Press, New Haven, 1981
-9- Μααλούφ, Α., Οι σταυροφορίες από τη μεριά των Αράβων, Λιβάνης, Αθήνα, χ.χ.
-10-Mosse, G., Il razzismo in Europa dalle origini all’Olocausto, Laterza, Bari, 1980
-11-Proctor, R., « Η εξόντωση “της ζωής που δεν αξίζει να τη ζει κανείς” », στο Μακρυνιώτη, Δ., Τα όρια του σώματος. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Νήσος, Αθήνα, 2004
-12-Tagliacozzo, F., Migliau, B., Gli ebrei nella storia e nella societa contemporanea, La Nuova Italia, Firenze, 1993
-13-Τοντόροφ, Τ., Η κατάκτηση της Αμερικής. Το πρόβλημα του άλλου, Νήσος, Αθήνα, 2004
[1] Proctor, R., « Η εξόντωση της ζωής που δεν αξίζει να τη ζει κανείς », στο ( επ.) Δ. Μακρυνιώτη, Τα όρια του σώματος. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Νήσος, Αθήνα, 2004, σ.395
[2] Με τον όρο αυτό, στην εργασία μας, εννοείται η μαζική δολοφονία τόσο των εβραϊκών πληθυσμών της Ευρώπης, όσο και των ρομά, των κομμουνιστών, των ομοφυλοφίλων και των « κοινωνικά παρεκκλινόντων», δηλαδή του συνόλου των ανθρώπων που θανατώθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
[3] Υπενθυμίζουμε ότι το διάταγμα που υποχρέωνε τους εναπομείναντες Εβραίους και χριστιανούς κατοίκους των δυο ισπανικών βασιλείων να βαπτιστούν χριστιανοί είχε τον τίτλο « νόμος περί καθαρότητας του αίματος». Για την « συνάντηση » σταυροφόρων και μουσουλμάνων βλ. Μααλούφ, Αμίν, Οι σταυροφορίες από την πλευρά των Αράβων, Λιβάνης, Αθήνα.
[4] Τοντόροφ, Τ., Η κατάκτηση της Αμερικής, Νήσος, Αθήνα, 2004, σ.227 – 228.
[5] Burgio, A., L’invenzione delle razze. Studi sul razzismo e revisionismo storico, Manifestolibri, Roma, 1998, όπως επίσης , με επιμέλεια του ιδίου, Radici e frontiere. Ricerche su razzismi e nazionalismi, Milano, 1993.
[6] Burgio, A., L’invenzione delle razze, ο.π., σ.95
[7] Tagliacozzo, F., Migliau, B., Gli ebrei nella storia e nella societa contemporanea, La Nuova Italia, Firenze, 1993, σ. 241. Όλες οι πληροφορίες σχετικά με τους νόμους της Νυρεμβέργης προέρχονται από αυτή τη μελέτη.
[8] Ασημακοπούλου, Φ., « Γκομπινώ και Φαλμεράυερ. Δύο σύμμαχοι », περ. « Τα Ιστορικά », τεύχος 31 ( Δεκέμβριος 1999), σ. 332 – 333.
[9] Burgio, A., Casali, L., ( a c. di ), Studi sul razzismo italiano, Bologna, 1996, σ.38
[10] Tagliacozzo, F., Migliau, B., ο.π., σ.357.
[11] Proctor, R., ο.π., σ.397 – 398.
[12] Proctor, R., ο.π., σ. 401.
[13] Ο.π., σ. 405.
[14] Proctor, R., ο.π., σ. 395 – 396.
[15] Κοέν, Ζ., « Γενετική και κοινωνία », περ. « Ο Πολίτης », τ. 128 ( Δεκέμβριος 2004 ), σ. 36
[16] Proctor, R., ο.π., σ. 409.
[17] ο.π., σ.410.
[18] Mosse, G., Il razzismo in Europa dalle origini all’Olocausto, Laterza, Bari, 1980, σ. 231.
[19] Proctor, R., ο.π., σ. 396.
[20] Feingold, H. L., “ How unique is the Holocaust ? ” , στο Grobman, A., Landes, D. (ed ), Genocide: critical issues of the Holocaust, The Simon Wiesenthal Centre, Los Angeles, 1983, σ. 399 – 400.
[21] Κοέν, Ζ., ο.π., σ. 37 – 38.
[22] Agamben, G., « Η πολιτικοποίηση του θανάτου », στο Μακρυνιώτη, Δ. ( επ ), Τα όρια του σώματος, ο.π., σ. 418.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου