Σάββατο, Ιουλίου 25, 2009

Οι τηλεπωλητές των εθνών



Η Ιστορία, το ΛΑΟΣ και το Πρώτο Θέμα


Ο «εθνικός μειοδότης του μήνα» ονομάζεται Γιώργος Κόκκινος και είναι αναπληρωτής καθηγητής Μεθοδολογίας και Διδακτικής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Το «έγκλημά» του είναι ότι έκανε μια εισήγηση σε ένα συνέδριο του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, ασκώντας μεταξύ άλλων κριτική στο γνωστό βιβλίο Ιστορίας της Έκτης Δημοτικού. Η εισήγηση δημοσιεύθηκε σε ένα συλλογικό τόμο και ως «υλικό προς περαιτέρω ανάγνωση» αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του εργαστηρίου Διδακτικής της Ιστορίας του τμήματός του. Από εκεί φαίνεται ότι την αλίευσε ένας δημοσιογράφος του Πρώτου Θέματος. Το πρώτο δημοσίευμα της εφημερίδας είχε ως τίτλο «Η Ρεπούση του Αιγαίου», ενώ το «ρεπορτάζ» διανθιζόταν από μια φωτογραφία, που απεικόνιζε πτώματα Ποντίων, και από μια συκοφαντική καταγγελία ενός γυμναστή, για την έλλειψη μόνιμης κατοικίας του καθηγητή στη Ρόδο. Ακολούθησε δεύτερο δημοσίευμα του Πρώτου Θέματος στις 12 Ιουλίου, όπου η «έρευνα» προχωρά και στην υπόλοιπη εργογραφία του Κόκκινου, προς άγραν αντεθνικών φράσεων και προδοτικών κινήσεων. Στο μεταξύ, είχε μεσολαβήσει ερώτηση του βουλευτή του ΛΑΟΣ Άδωνι Γεωργιάδη, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Οικοδόμηση Εθνικής Συνείδησης και Παραβίαση του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος από Καθηγητή Πανεπιστημίου» , καθώς και άλλη μια ερώτηση, από τον Κυριάκο Βελόπουλο, με εξίσου εύγλωττο τίτλο: «Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου με θέση αποκλειστικής απασχόλησης εμφανίζεται αραιά στην εργασία του».
Πριν περάσω στο κυρίως θέμα, οφείλω να υπογραμμίσω μια (διόλου τυχαία) σύμπτωση: ο Γιώργος Κόκκινος δεν είναι μόνο μειοδότης αλλά είναι και απατεώνας, αφού εξαπατά το Δημόσιο: εφόσον δεν διαμένει μόνιμα στη Ρόδο, εμπίπτει στην κατηγορία των καθηγητών μερικής απασχόλησης και άρα θα έπρεπε να λαμβάνει μειωμένο μισθό. Έτσι, ακόμα και στην περίπτωση που μια μερίδα αναγνωστών του Πρώτου Θέματος δεν συγκινηθεί με τις «ακραία ανθελληνικές» απόψεις του, δεν μπορεί παρά να αγανακτήσει με άλλη μια περίπτωση καταλήστευσης του δημοσίου χρήματος.
Το επίδικο, όμως, είναι ο δημόσιος χώρος. Παρότι οι επιθέσεις εναντίον της ακαδημαϊκής ελευθερίας αυξάνουν (με προεξάρχοντες τους προαναφερθέντες βουλευτές), όσο κάποια ζητήματα παραμένουν εντός των πανεπιστημιακών τειχών έχουν περιορισμένη απήχηση στο σύνολο της κοινωνίας. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο, με ζητήματα που άπτονται του σχολείου. Δεν είναι τόσο η ιστορική επιστήμη αυτή που «απειλεί», όσο η σχολική ιστορία. Γιατί αυτή έχει επίδραση (στην πραγματικότητα μικρότερη από όσο νομίζουν κάποιοι) στη συλλογική μνήμη. Το κρίσιμο στοιχείο που ελέγχουν οι κατήγοροι, τόσο της Μαρίας Ρεπούση όσο και του Γιώργου Κόκκινου, είναι η παραγόμενη εντός του σχολικού θεσμού ιστορική γνώση. Όχι γιατί θεωρείται ως μια διαδικασία που συνδέει την επιστημονική ιστορία με τις διάχυτες ιδέες, όψεις και αναπαραστάσεις του παρελθόντος που υπάρχουν στην κοινωνία. Αλλά γιατί η παραγόμενη εντός του σχολείου ιστορική γνώση θεωρείται ως μια μορφή ηθικοπλαστικής κατήχησης, με «εθνωφελείς» ή, αντίθετα, καταστροφικές συνέπειες, στις αθώες ψυχές των μαθητών. Δηλαδή, θεωρείται ως μια διαδικασία, όπου οι μαθητές μετατρέπονται αυτομάτως σε εν δυνάμει πολιορκητές της Κωνσταντινούπολης ή, αντίθετα, σε μειοδότες υπουργούς Εξωτερικών.
Διάβασα προσεκτικά το «αμαρτωλό» κείμενο του Γιώργου Κόκκινου. Ουδεμία απολύτως σχέση έχει με όσα του καταμαρτυρούνται από τους κινδυνολόγους δημοσιογράφους και τους «εθνικά σκεπτόμενους» βουλευτές. Πρόκειται για μια άρτια, επιστημονικά τεκμηριωμένη κριτική, όχι μόνο του βιβλίου της Έκτης Δημοτικού αλλά και της απουσίας μιας δυναμικής αριστερής παρέμβασης στο δημόσιο λόγο, σχετικά με την Ιστορία και τη διδασκαλία της. Η συλλογική μνήμη, η δημόσια χρήση της ιστορίας μας αφορά όλους – και δε μπορώ παρά να συμφωνήσω πως ούτε η εκ των υστέρων άμυνα ούτε η ελιτίστικη απαξίωση του διαλόγου με τον οποιονδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια ορθή αντιμετώπιση ενός πραγματικού προβλήματος – διότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό και το βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας.
Δεν είναι βέβαια αυτά τα σημεία του εν λόγω κειμένου που προκάλεσαν την μήνιν των τηλε-ευαγγελιστών του εθνικού μας μεγαλείου. Είναι η κριτική στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και την Ακαδημία Αθηνών, θεσμοί οι οποίοι παραβίασαν εξόφθαλμα (και δίχως σχεδόν καμία αντίδραση) την κείμενη νομοθεσία, γνωμοδοτώντας για ένα σχολικό βιβλίο ως μη όφειλαν. Αλλά κυρίως είναι η κριτική στο όλο πλαίσιο της διδασκαλίας της Ιστορίας στο σχολείο: το αναλυτικό πρόγραμμα, για παράδειγμα, το οποίο εγκλωβίζει τον όποιο (καλοπροαίρετο, αριστερό, δεξιό ή κεντρώο) συγγραφέα εγχειριδίων στο σχήμα της αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνικού έθνους, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, και ταυτόχρονα του αποκλείει τη δυνατότητα να συνδέσει την ελληνική ιστορία με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια, του επιβάλλει να συγγράψει ένα ομοιογενοποιημένο, ενιαίο, αταξικό, ψευδοαντικειμενικό, κλειστό και απροβλημάτιστο αφήγημα, το οποίο παρουσιάζεται ως η Ιστορία, καθορίζοντάς του ακόμα και την παραμικρή λεπτομέρεια. Αυτή η Ιστορία δεν είναι βέβαια η σύνθεση ή το σύνολο των ιστοριών που παράγονται από την επιστημονική ιστοριογραφία, έστω και σε «εκλαϊκευμένη» μορφή. Αντίθετα, ενώ η επιστημονική ιστοριογραφία δεν παύει να δημιουργεί τα αντικείμενά της και να εμπλουτίζει με νέες έρευνες και κείμενα την ιστορική γνώση –είναι δηλαδή μια διαδικασία χωρίς τέλος, ένα έργο ανοιχτό, μια διαρκής διερώτηση-, η σχολική ιστορία είναι κλειστή, παγιωμένη, χωρίς προβλήματα και προβληματισμούς, μια Ιστορία κοινών τόπων και στερεοτύπων.
Οι κοινοί τόποι είναι ένα εξαιρετικά ακανθώδες ζήτημα. Προϊόντα της αναστολής της κριτικής ικανότητας των ανθρώπων, αλλά και παραγωγοί μιας κοινότητας (νοημάτων και ανθρώπων), δεν μπορούν παρά να αποτελούν τους κατεξοχήν εχθρούς κάθε συνειδητοποιημένου και κοινωνικά ενεργού επιστήμονα, όπως ο Γιώργος Κόκκινος, αλλά ταυτόχρονα και τα σημαντικότερα εμπόδια, όσον αφορά τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης στο κοινωνικό σώμα.
Έχει ειπωθεί, ότι τόσο η ατομική όσο και η συλλογική μνήμη είναι μια «ανακουφιστική λαθροχειρία». Είτε το θέλουμε είτε όχι, ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας (μέρους της αριστεράς συμπεριλαμβανομένου) γραπώνεται από τα παραληρήματα των πωλητών της «εθνικής μας ιδιαιτερότητας», βρίσκοντας εκεί παρηγοριά και νόημα. Από την άλλη μεριά βρίσκονται ιστορικοί, κοινωνικοί επιστήμονες, αλλά και ενεργοί πολίτες, οι οποίοι δεν είναι πρόθυμοι να πιστέψουν ή να υποστηρίξουν «πατροπαράδοτες αλήθειες» ή «προαιώνιες αποστολές» - για να μην αναφερθώ σε θεωρίες συνωμοσίας, εβραίων, εσωγήινων ή εξωγήινων, ή καταγωγής των ελλήνων από τον Σείριο.
Ένας μεγάλος βέλγος ιστορικός, έγκλειστος ο ίδιος σε γερμανικό στρατόπεδο κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, κατέκρινε τους «εθνικούς ιστορικούς», δίνοντας ταυτόχρονα και τη μόνη δυνατή απάντηση: «Συμβαίνει συχνά στον ιστορικό να συμπεριφέρεται απέναντι στο έθνος του όπως ο αρχιτέκτονας απέναντι στους πελάτες του. Προσπαθεί προπάντων να του προσφέρει μια Ιστορία σύμφωνη με το γούστο του και τις συνήθειές του, με λίγα λόγια μια Ιστορία κατοικήσιμη. Όμως η Ιστορία, τουλάχιστον στο βαθμό που διεκδικεί το όνομα της επιστήμης, δεν σκοπεύει στην πρακτική - σκοπεύει μόνο στην αλήθεια. Και πώς αλλιώς είναι δυνατόν να ανακαλύψει κάποιος την αλήθεια, παρά στρέφοντας το βλέμμα του προς αυτήν;»
Σήμερα, έχουμε μπροστά μας μια σύγκρουση μεταξύ ενός πολλαχόθεν προβαλλόμενου «κοινού περί ιστορίας αισθήματος» και μιας ιστορικής επιστήμης που στοχεύει στο πραγματικό, στην ανάδειξή του αλλά και στην ανατροπή του. Μια σύγκρουση όχι χωρίς πολιτικό κόστος, αλλά που σήμερα καθίσταται εκ των πραγμάτων επιτακτική. Μέλημα της αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι η προάσπιση της ελευθερίας – της ακαδημαϊκής και όχι μόνο.

1 σχόλιο:

Macko Usko είπε...

peimitivism of LAOS is a shame for Greece's european credentials