
Ψιλόβροχο στην Αρχιμήδους
και δε με νοιάζει δεμενοιάζει
το φως από τις λάμπες που χορεύοντας
αρκούδοι ανοίγουνε μπαούλα παιδικά
κι η μουσική ακούγεται ξοπίσω
Δεν είν' η νύχτα π' άναψε το φως
ούτ' ένα κύμα πού' σκασε σαν όλεθρος
είναι τα χέρια κι η φωνή της που συνάντησα
πάνω που πήγα να ξανάρθω
Και ξάφνου τα στενάκια δε με στένευαν
τις λέξεις πια δε συγκρατούσα
μήνες και χιόνια ξεχυθήκανε
κι έτσι ανεπαίσθητα άρχισα να σιγοτραγουδώ
Η Αρχιμήδους γέμισε με χρώματα
πράσινο σε γωνιές και κόκκινο σε στέγες
μια γάτα είδα την εφίλησα
λίγο σηκώθηκα κι άρχισα να πετάω
[κι αν στο κατόπιν θα κρατάς σοκολατάκια
κι αυτά με το φουντούκι τους να λυώνουν
ή το χαρτί τ' ανακυκλώσιμο το μπλε
τα ίχνη της ξυλομπογιάς, τα εισιτήρια
σώσε με θα φωνάζω και θα φεύγεις
στο Hollyday, το in και στις προσθήκες]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου