Κυριακή, Δεκεμβρίου 13, 2009

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, το αυθόρμητο και η εξέγερση



ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

«Τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο». Έτσι τιτλοφορούσε ένα από τα τελευταία άρθρα της η Ρόζα Λούξεμπουργκ, στο οποίο επιχειρούσε να αναζητήσει τα αίτια της ήττας αυτού, που έμεινε στην ιστορία ως «η εξέγερση του Σπάρτακου» στο Βερολίνο, τον Ιανουάριο του 1919. Λίγες μέρες μετά, στις 15 του μηνός, θα δολοφονούνταν μαζί με τον Καρλ Λήμπκνεχτ από τους εγκληματίες, που είχαν αναλάβει τη δουλειά έναντι αμοιβής υπό τις οδηγίες των υπηρεσιών του σοσιαλδημοκράτη υπουργού Σάιντεμαν. Έτσι η τάξη εγκαταστάθηκε ακόμη ασφαλέστερα στο γερμανικό της βασίλειο.

Στο άρθρο της αυτό, λοιπόν, η Ρόζα, αφού επισημαίνει την έλλειψη των αναγκαίων προϋποθέσεων για την επιτυχή έκβαση –που την έκαναν να διαφωνήσει πριν από την εξέγερση για την ανάληψη μιας τέτοιας δράσης- υπογραμμίζει επιπλέον πως δεν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει, παρόλ’ αυτά, για λάθος στο μέτρο που η εξέγερση δεν ήταν κάτι προμελετημένο, αλλά, αντίθετα, μια πράξη αναγκαστικής άμυνας. Το νεαρότατο –δύο μηνών μόλις- κομμουνιστικό κόμμα δεν είχε κανένα δικαίωμα να διαχωριστεί από τις μάζες, αλλά, με όλες τις μεγάλες επιφυλάξεις για πολλά θέματα, έπρεπε να μείνει μαζί τους μέχρι το τέλος, έπρεπε να μείνει μέσα στο κίνημα για να το βοηθήσει, από τη στιγμή που ξέσπασε, έστω κι αν δεν αντιστοιχούσε σε κάποια επιλογή του κόμματος –κάθε άλλο, μάλιστα. Γράφει χαρακτηριστικά: «σ’ αυτήν την αντίφαση ανάμεσα στην επίταση των καθηκόντων και στην έλλειψη των προϋποθέσεων για τη λύση τους σε αυτήν την αρχική φάση, το αποτέλεσμα είναι οι μερικοί αγώνες της επανάστασης να καταλήγουν τυπικά σε μια ήττα. Αλλά η επανάσταση είναι η μόνη μορφή «πολέμου»… όπου τελικά η νίκη δεν μπορεί να προετοιμαστεί παρά με μια σειρά από ήττες». Η εξέγερση του Βερολίνου, που έμελλε να της στοιχίσει την ίδια της τη ζωή, ήταν μιά από αυτές τις αναγκαίες ήττες, εφόσον μια κοινωνική έκρηξη, όσο μεγάλη κι αν ήταν, δεν θα μπορούσε ποτέ να φθάσει στο στόχο με τη μία. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός θα πραγματοποιηθεί στη διαδικασία μιας μακράς επαναστατικής περιόδου, που δεν μπορεί να συγκεφαλαιωθεί σε καμιά μόνη αποφασιστική στιγμή.

Αυτή η παραδοχή της ήττας ως αναγκαίου κρίκου της μακράς επαναστατικής πορείας προς το σοσιαλισμό θα μπορούσε ίσως να ιδωθεί ως ένα είδος εξιδανίκευσης της απελπιστικής κατάστασης που φαίνονταν να διαμορφώνει η ήττα για το κομμουνιστικό κόμμα και τους ανθρώπους του -είναι σπουδαίο από ψυχολογική άποψη να εντάσσεσαι σε κάτι κοσμοϊστορικό, ως αναβαθμός, εσύ ο ίδιος, προς το μεγάλο στόχο της αταξικής κοινωνίας. Και ειπώθηκε αυτό.

Η αναφορά, άλλωστε, στον επαναστατικό ρομαντισμό της Ρόζας –από φίλους και εχθρούς- εξυπονοεί, νομίζω, κάτι τέτοιο. Και είναι άμεσα συνδεδεμένη με την υποψία πως η στάση της γενικότερα, ίσως και η θεωρία της ακόμη, καθορίζεται από ιδιαίτερους ψυχολογικούς παράγοντες. Ο George Lichtheim έφθασε στο σημείο να υποστηρίξει πως «η Λούξεμπουργκ σε όλη της την πορεία έδινε την εντύπωση πως θεωρούσε τον συνειδητό έλεγχο ως μια απειλή για το αυθόρμητο –μια τυπικά γυναικεία στάση».[1] Εδώ, λοιπόν, ο ψυχολογικός προσανατολισμός αποκτά και βιολογικό υπόστρωμα, εφόσον φαίνεται να αντιστοιχεί στη γυναικεία φύση του φορέα του. Δεν θέλω να μπω σε μια προσπάθεια αναίρεσης αυτών των απόψεων ούτε να επιχειρηματολογήσω σχετικά. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να υποστηρίξω πως ο «λουξεμπουργκικός αυθορμητισμός», που τόσο πολεμήθηκε, έχει χωρίς αμφιβολία «δικαιωθεί». Και μπορεί να εξηγήσει καλά το τι συμβαίνει στις εξεγέρσεις και το γιατί οι εξεγέρσεις είναι δίκαιες, όσο κι αν πολλοί επιχειρούν να τις αμφισβητήσουν από δεξιά κι αριστερά. Το είδαμε έντονα να συμβαίνει και σε μας με αφορμή τα πρόσφατα δεκεμβριανά- που δεν ήταν λέει κίνημα ή εξέγερση γιατί «δεν είχε στόχους, σαφήνεια και συνειδητό προσανατολισμό», γιατί ξέσπασε, δηλαδή, χωρίς την έγκριση των κηνσόρων του «πνευματικού κόσμου» ή των άλλων, των σταλινικών του περισσού.

* * *

Η τοποθέτηση της Ρόζας σχετικά με το αυθόρμητο πρέπει να κατανοηθεί με όλο το στρατηγικό δυναμικό που εμπεριέχει. Είναι ισχυρά δεμένη με την μεγάλη εμμονή της στη δημοκρατία, με την ιδέα πως στο μέτρο που ο σοσιαλισμός απαιτεί τον έλεγχο των κοινωνικών διαδικασιών από το σύνολο των εργαζομένων δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί πως ο δρόμος για το σοσιαλισμό θα μπορούσε να βάλει στην άκρη την άμεση παρέμβαση και την ενεργό συμμετοχή τους σε κινήματα μεγάλης έκτασης και ορμής. Με άλλα λόγια ο δρόμος για το σοσιαλισμό είναι ο δρόμος της δημοκρατίας στο μέτρο που απαιτεί την πιό εκτεταμένη εμπλοκή των απλών ανθρώπων σε όσα τους αφορούν.

Όπως σημειώνει η ίδια στο Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα, «[τ]ο αυθόρμητο στοιχείο παίζει ένα μεγάλο ρόλο… [πράγμα που] οφείλεται στο γεγονός… ότι σε κάθε ιδιαίτερη δράση παρεμβαίνει μια τέτοια απειρία στοιχείων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών, γενικών και τοπικών, υλικών και ψυχολογικών που είναι αδύνατον να τα κατατάξεις, να τα αναλύσεις, να τα αναπτύξεις όπως σε ένα αριθμητικό πρόβλημα…». Γι’ αυτό και οι νέες μορφές πάλης δεν εφευρίσκονται από καμιά διεύθυνση, αλλά γενιούνται από τη δημιουργική πρωτοβουλία των μαζών –το ασυνείδητο προηγείται του συνειδητού.

Καμιά διακήρυξη κομματικού συνεδρίου, έλεγε, δεν μπορεί να καθορίσει τις συνθήκες, υπό τις οποίες οι μαζικοί αγώνες θα εμφανιστούν. Η ιστορία –«στην οποία το κόμμα με τις διακηρύξεις του είναι, βέβαια, ένας σημαντικός παράγοντας, αλλά μόνον ένας ανάμεσα σε πολλούς»- θα αποφασίσει για την έκρηξή τους. Η τοποθέτησή της σχετικά με το αυθόρμητο της χρησίμευε ως όπλο για να επιτεθεί στην ιδέα των ηγετών της γερμανικής ΣΔ πως έπρεπε να ελέγχουν τη δράση των μαζών διαμέσου πειθαρχημένων οργανώσεων. Μαχόμενη την θέση της ηγεσίας πως μια τεράστια ανάπτυξη των οργανώσεων ήταν προϋπόθεση οποιασδήποτε ριζοσπαστικής δραστηριότητας, η Ρόζα τώρα έσπρωχνε προς το αντίθετο άκρο ισχυριζόμενη πως η εντατικοποίηση των αγώνων ήταν προϋπόθεση για την ανάπτυξη των οργανώσεων[2]. Την εποχή εκείνη τα συνδικάτα είχαν περίπου 1500000 μέλη, δηλαδή το ένα δέκατο των εργαζομένων. Η μεγάλη μάζα των ανειδίκευτων εργατών δεν ήταν συνδικαλισμένη. Ταυτοχρόνως, τα συνδικαλιστικά στελέχη θεωρούσαν απολύτως αδύνατη τη συνδικαλιστική οργάνωση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης. Λοιπόν, η Ρόζα έβλεπε ακριβώς σε αυτά τα στρώματα των έξω από τα συνδικάτα εργατών τις μεγάλες εφεδρείες του αγώνα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό[3]. Όπως σημειώνει ο Norman Geras[4], «[α]υτοί δεν μπορούν να κερδηθούν με την προπαγάνδα ούτε με τη ρουτινιέρικη υπεράσπιση των καθημερινών τους συμφερόντων μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, όσο κι αν και οι δύο αυτοί τύποι δραστηριότητας είναι ανεκτίμητοι. Με τέτοια μέσα μπορούν να κερδηθούν άτομα ή ακόμη να συγκεντρωθεί μια σημαντική επαναστατική πρωτοπορία. Αλλά είναι λάθος να φανταστούμε πως, με την απλή προέκταση μιας τέτοιας σωρευτικής διαδικασίας, οι μάζες, με τα εκατομμύριά τους, θα μπορούσαν να συνταχθούν στον αγώνα για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η δημιουργία επαναστατικής συνείδησης στις ευρείες μάζες απαιτεί, ως απόλυτη προϋπόθεση, τη συμμετοχή αυτών των εκατομμυρίων σε αγώνες των οποίων η διάσταση και η μαχητικότητα θα είναι ιδιαίτερη. Οι μάζες μαθαίνουν μέσα στη δράση… [Και] επειδή είχε αυτή την αντίληψη, δεν δίσταζε να γιορτάζει με την αυθόρμητη, στοιχειακή πλευρά της επανάστασης –πράξεις που ξεσπούν απρόβλεπτα, μαζικές κινητοποιήσεις εκτός του ελέγχου οποιασδήποτε ηγεσίας… –την ίδια πλευρά, που ο Λένιν αναγνώριζε όταν μιλούσε για γιορτές των καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων».

Στην πραγματικότητα, η Λούξεμπουργκ έδειχνε να αντιλαμβάνεται με την θέση της για το αυθόρμητο την καίρια σημασία της ιδέας πως η απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των εκμεταλλευόμενων ευρύτερα δεν θα επέλθει παρά μόνο ως έργο της ίδιας της τάξης. Με μορφές που αυτή εφευρίσκει μέσα στον πειραματισμό του πραγματικού. Ανατρέποντας προϋπάρχουσες μορφές στο μέτρο που έχουν πάψει να υπηρετούν τη χειραφέτηση. Η Ρόζα αντιλαμβάνεται πως η οργάνωση και η διεύθυνση έρχονται να συμβάλλουν στον απελευθερωτικό αγώνα –και να συμβάλλουν, μάλιστα, καθοριστικά στην ώρα τους- μόνο όταν δεν αποτελούν εμπόδιο στο νέο που το κίνημα αντιπροσωπεύει σε διαφορετικές περιόδους. Το αυθόρμητο είναι, άλλωστε, σταθερό στοιχείο όλων των επαναστατικών διαδικασιών. Κανένα κάλεσμα κανενός «εκπροσώπου της τάξης» δεν προκάλεσε ποτέ καμιά εξέγερση, καμιά επανάσταση. Τα φαινόμενα αυτά τροφοδοτούνται από αστάθμητες, στοιχειακές διαδικασίες. Η κατανόηση αυτού του δεδομένου είναι στρατηγικά κρίσιμη, για να σταθμίσει ο πολιτικός φορέας την στάση του και την επικοινωνία του μαζί τους.

Δεν είναι τυχαίο που πολύ συχνά στον 20ο αιώνα εμφανίστηκε το φαινόμενο της πλήρους αδυναμίας των κομμουνιστικών «πρωτοποριών» να αντιληφθούν τον χαρακτήρα γεγονότων που δεν ήταν «αναμενόμενα» -ο Μάης του ’68 είναι η χαρακτηριστικότερη περίπτωση. Η εξέγερση του Δεκεμβρίου στην Ελλάδα και η στάση του ΚΚΕ είναι επίσης ενδεικτική. Ο συντηρητισμός που επέδειξαν πολιτικοί φορείς που βαυκαλίζονται να θεωρούνται επαναστατικοί είχε προβλεφθεί από τη Λούξεμπουργκ 100 και χρόνια πριν. Αυτή μιλώντας για το δικό της κόμμα κατάφερε να μιλήσει για τα περισσότερα από όσα ακολούθησαν. Η τύφλωση των «πρωτοποριακών κομμάτων» είναι ακριβώς συνέπεια της αυτοαντίληψής τους ως πρωτοπορίας, η οποία εμπεριέχει μια ιδέα καθοδηγητισμού και «επαναστατικής δημιουργικής», που είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου. Γι’ αυτό, όταν τα εκατομμύρια γράφουν ιστορία οι «πρωτοπόροι» αδυνατούν να διαβάσουν ακόμη και τα προφανή σημάδια. Το αλφάβητό τους είναι εντελώς ακατάλληλο για κάτι τέτοιο και η αποτυχία τους προβλέψιμη –ένα από τα λίγα προβλέψιμα σε τέτοιες απρόβλεπτες καταστάσεις.

Η Λούξεμπουργκ δεν ήταν με το αυθόρμητο λόγω ρομαντισμού. Αντίθετα ακριβώς, η στάση της απέναντι σε αυτό πήγαζε από μια ρεαλιστική άποψη σχετικά με το πώς συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, πώς συμβαίνουν οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις που αλλάζουν τον κόσμο, πάντοτε και τώρα. Θα επανέλθω…

Ο Χρήστος Λάσκος είναι μέλος της ΠΓ του ΣΥΝ
[1] Norman Geras, The Legacy of Rosa Luxemburg, Verso, 1975, σ. 111

[2] Carl Schorske, German Social Democracy, 1905-1917, Harvard U. P., 1955, σ. 55-57

[3] Πάουλ Φρέλιχ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, ύψιλον, 1981, σ. 186

[4] Norman Geras, όπ. π., σ. 119

Δεν υπάρχουν σχόλια: