Σάββατο, Σεπτεμβρίου 24, 2011

ΓΙΑ ΜΙΑ «ΕΝΑΡΓΗ» (ΑΝΑ)ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΕΝΑ ΔΟΚΙΜΙΟ ΤΟΥ ΚΑΡΛΟ ΓΚΙΝΖΜΠΟΥΡΓΚ


Μεγάλο μέρος της σύγχρονης εν Ελλάδι συζήτησης σχετικά με την ιστορία εστιάζει σε δύο ζητήματα. Ακολουθώντας μια ιδιότυπη ερμηνεία μιας θεωρίας της ιστοριογραφίας η οποία έλκει τις εννοιολογικές της αποσκευές και κατασκευές από μια θεωρία του μυθιστορήματος, ασχολείται κυρίως με τη σχέση «λογοτεχνικής» («επινοημένης») και «ιστορικής» («επιστημονικής») αφήγησης. Κατόπιν, επιλέγει ως προνομιακό πεδίο έρευνας   το «ιδεολογικό μήνυμα» των ιστορικών κειμένων- παραβλέποντας ότι για να φτάσει στον (υποθετικό) «παραλήπτη» του ένα ιδεολογικό μήνυμα περί ενός ιστορικού γεγονότος, πρέπει πρώτα το ίδιο το γεγονός να έχει γίνει κατανοητό από τον αναγνώστη.
Εδώ, δε θα  ασχοληθώ τόσο με το πρώτο ζήτημα, όσο με ένα μόνο σημείο του  δευτέρου: Διότι, αυτό το «κατανοητό»  με φέρνει ενώπιον μιας έννοιας η οποία προηγείται λογικά, αυτής της «σαφήνειας». Πρόκειται για μια κεντρική έννοια τόσο της σύγχρονης επιστημολογίας όσο και της διδακτικής της ιστορίας. Θα ήθελα εδώ να προτείνω τη «μετάφραση» της «σαφήνειας» με  την αρχαιοελληνική «ενάργεια», την οποία οφείλω να αναπτύξω σε σχέση  με έναν αστερισμό εννοιών:  evidentia in narratione, inlustratio et evidentia, έκφρασις, demonstratio.
Αν από κάπου δεν θα έπρεπε να αρχίσω, σίγουρα δε θα έπρεπε να αρχίσω από εδώ. Κι αυτό, για δυο κυρίως λόγους. Η «ενάργεια», αρχαιοελληνικός όρος αντίστοιχος του  λατινικού evidentia in narratione, είναι μια σχεδόν ξεχασμένη έννοια. Θα χρειαζότανε, δηλαδή, αρκετή προσπάθεια για να την εντάξω σε ένα λόγο περί της «μεθόδου παρουσίασης» που εκκινεί από την σύγχρονη επιστημολογία. Ο δεύτερος λόγος, αυτός που περιπλέκει ακόμα περισσότερο την προσπάθειά μου, είναι λιγότερο προφανής: θέλοντας να μιλήσει κανείς για «ενάργεια», οφείλει να το κάνει ταυτόχρονα σε τρία επίπεδα, αυτά της (αρχαιοελληνικής) ιστοριογραφίας, της (αρχαίας, ελληνικής και λατινικής) ρητορικής αλλά και του λόγου περί των παραστατικών τεχνών –ιδίως της ζωγραφικής.  Θα είχα αναγκαστικά μετατοπιστεί από την «αλήθεια» στη «ζωντάνια», την «προφάνεια», τη «σαφήνεια», την «παραστατικότητα», ή, για να αναφέρω και τον Κικέρωνα, «για το μέρος εκείνο του λόγου που φέρνει, ούτως ειπείν, το γεγονός μπροστά στα μάτια» του ακροατή (ή του αναγνώστη).[1] 
Ας αφήσουμε, προς το παρόν, κατά μέρος, τη διαφορά της αρχαιοελληνικής με τη σύγχρονη ιστορία, κι ας δούμε ένα παράθεμα από τον Πολύβιο:
Τώρα, ο σκοπός προς τον οποίο προσανατολίζεται η ιστορία είναι η αλήθεια: γι’ αυτό βρίσκουμε ότι στον Κατάλογο των πλοίων ο ποιητής [ο Όμηρος] αναφέρει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κάθε τόπου, ονομάζοντας μια πόλη «βραχώδη», λέγοντας για μια άλλη ότι «βρίσκεται στα σύνορα», για μια άλλη ότι «έχει πολλά περιστέρια», για μια άλλη ότι «βρίσκεται κοντά στη θάλασσα». Κι ο σκοπός όλων αυτών των λεπτομερειών είναι η ζωντάνια, όπως στις σκηνές μάχης. Ο σκοπός του μύθου, αντίθετα, είναι να ευχαριστεί και να εκπλήσσει.[2]
Ο Όμηρος, παρουσιάζει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, διά της λεπτομερειακής περιγραφής, τις διάφορες πόλεις που έστειλαν καράβια στην Τροία. Η σχέση της «αλήθειας» με τη «ζωντάνια», διόλου προφανής για τον σύγχρονο αναγνώστη, μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα από ένα άλλο απόσπασμα του ιδίου: «δεν είναι το ίδιο το να κρίνουμε για πράγματα που έχουμε ακούσει από τρίτους και (για πράγματα ) που έχουμε δει με τα ίδια μας τα μάτια. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Μια πεποίθηση που βασίζεται στη μαρτυρία ενός αυτόπτη (η κατά την ενάργειαν πίστις), αξίζει περισσότερο από κάθε άλλη».[3]  Αυτός που έχει δει με τα ίδια του τα μάτια κάτι, μπορεί να το παραστήσει με ζωντάνια, και η μαρτυρία του θα είναι αληθής: αν επιμείνουμε στη διαφορά της αρχαιοελληνικής αντίληψης περί ιστορίας (αντίληψης μιας κοινωνίας που, μεταξύ άλλων, δε διέθετε συγκροτημένα αρχεία), θα καταλήξουμε να μη συλλάβουμε κάτι το κοινό: αφενός την εικόνα περί της πραγματικότητας που σχηματίζεται και στον σύγχρονο αναγνώστη όταν αυτός έρχεται αντιμέτωπος με μια «ζωντανή» περιγραφή, και αφετέρου στην «εντύπωση αληθείας» του αναγνώστη περί της σχηματισμένης εικόνας. Σκοπίμως χρησιμοποιώ τον όρο του Ρολάν Μπαρτ, ο οποίος τον συσχετίζει με «ρητορικά τεχνάσματα που αποσκοπούν στη δημιουργία μιας εντύπωσης αντικειμενικότητας», με «ένα κείμενο που φαινομενικά μιλά από μόνο του», αλλά και με έναν «ρεαλισμό που κατάγεται από το ρεαλιστικό μυθιστόρημα, τη λογοτεχνία των ημερολογίων» κτλ.[4]  Αδιαφορώντας, (λόγω χώρου, κι όχι λόγω σημασίας του ζητήματος)  για το ρεαλιστικό μυθιστόρημα και τη σχέση του με την ιστοριογραφία του 19ου αιώνα, ας συγκρατήσουμε τον «συγγραφέα που προσπαθεί να καλύψει τα ίχνη του» και την (κατά Μπαρτ, επίφαση) αντικειμενικότητα(ς), κι ας περάσουμε στο «προφανές»: η «ζωντάνια» και η «σαφήνεια» είναι αρετές ενός κειμένου που απευθύνεται στο συγκεκριμένο αναγνώστη- ή ακροατή, με σκοπό να τον πείσουν ότι κάτι έγινε «έτσι» κι όχι «αλλιώς» (ή ότι κάτι ήταν έτσι κι όχι αλλιώς), ωθώντας τον να θεωρήσει τη δοσμένη εικόνα μιας πραγματικότητας ως προφανούς. Αν φύγουμε από την (αρχαιοελληνική) ιστοριογραφία, θα διαπιστώσουμε ότι, σύμφωνα με τον συγγραφέα της πραγματείας Περί του υψηλού (De sublime, XV,2), η ενάργεια είναι ο σκοπός του ρήτορα, σε αντίθεση με τους ποιητές, οι οποίοι αποσκοπούν στο να υποτάξουν τους αναγνώστες. Στη λατινική ρητορική η ενάργεια μεταφράζεται από τον Κοϊντιλιανό ως «evidentia in narratione». Στην Institutio Oratoria (IV, 2, 63), διαβάζουμε ότι «η ζωντάνια στην έκθεση, όπως την καταλαβαίνω εγώ, είναι ένα μεγάλο προτέρημα, αφού δε χρειάζεται τόσο να πεις, όσο, με κάποιον τρόπο, να δείξεις μια αλήθεια».[5] Ο ίδιος σημειώνει ότι ο Κικέρωνας χρησιμοποίησε την έκφραση inlustratio et evidentia ως συνώνυμη της «ενάργειας». Για τον Κικέρωνα «inlustrisoratio»  αποτελούσε «το τμήμα του λόγου  ο οποίος φέρνει, ούτως ειπείν, το γεγονός μπροστά στα μάτια» (του ακροατή).[6]  
Ο ανώνυμος συγγραφέας της Rhetorica ad Herennium χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις για να ορίσει την demonstratio: «είναι όταν το πράγμα εκφράζεται με λέξεις τέτοιες ώστε το γεγονός να φαίνεται σαν να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας […] το διακηρύσσει και μας το φέρνει, ούτως ειπείν, μπροστά στα μάτια μας.[7] 
Στον χώρο, αντίθετα, της ζωγραφικής, η «ενάργεια» σχετίζεται με την «έκφραση». Παραπέμπω σε ένα απόσπασμα από τις Εικόνες του Φιλόστρατου του Νεότερου, μια διάσημη συλλογή περιγραφών (εκφράσεων) έργων τέχνης, πιθανότατα φανταστικών:
«Κι αν παρατηρήσεις την αγέλη των βοδιών που πάνε να βοσκήσουν, ακολουθούμενα από τους ποιμένες, ίσως να μην εκπλαγείς για το χρώμα, αφού είναι όλα ζωγραφισμένα με χρυσό και χαλκό. Αλλά το γεγονός ότι σχεδόν θα ακούσεις το μουγκρητό τους, έτσι όπως είναι ζωγραφισμένα, κι ότι θα σου φανεί σα να ακούς το ποτάμι που κυλά, κατά μήκος του οποίου βρίσκονται τα βόδια -δεν είναι αυτό το αποκορύφωμα της ζωντάνιας (ενάργειας);»[8]
Ο Πλούταρχος, άλλωστε, στο Περί της Αθηναίων δόξας (347a) θα παρομοιάσει έναν πίνακα του Ευφράνορα που απεικονίζει τη μάχη της Μαντίνειας με την περιγραφή της ίδιας μάχης από τον Θουκυδίδη, υμνώντας την «ζωγραφική ζωντάνια» (γραφική ενάργεια) του ιστορικού. 
«Ενάργεια», «evidentia», «demonstratio»: ζωντάνια, σαφήνεια, παραστατικότητα, «απόδειξη». Όλα όσα προηγήθηκαν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μια άσκοπη «φιλολογική» παρέμβαση. Όσον αφορά τους δυο πρώτους όρους, δε θα μπορούσαν πλέον, στη σημερινή κατάσταση της ιστορικής επιστήμης,  παρά να αφορούν μόνο σε μια εξαιρετική περίπτωση, κατά την οποία ο (αυτόπτης) μάρτυρας αφηγείται ο ίδιος μια μαρτυρία του σε ένα κείμενο, και μάλιστα χωρίς ο αναγνώστης (ακροατής) να μπορεί να βασιστεί σε κάποια άλλη μαρτυρία εκτός της, για να την αναιρέσει\ανασκευάσει. Για να προσθέσουμε και τον τρίτο όρο, ο αφηγητής «αποδεικνύει» το αληθές της μαρτυρίας του μέσω της αφήγησής της. Προς το παρόν, θα «απαντήσω» στο «που θα μπορούσε να βασιστεί ο αναγνώστης» με ένα ευφυολόγημα: αφού μιλάμε για «αυτοψία» και (ανα)παράσταση, και άρα για έγκλημα, άρα κάπου θα υπάρχει κι ένα πτώμα (δηλαδή, ένα αποτέλεσμα και κάποια ίχνη).[9]
Πέρα όμως από μια επίδειξη αρχαιογνωσίας, η παρουσίαση, έστω και υπαινικτικά, των παραπάνω όρων, οδήγησε τελικά κάπου: στη διαπίστωση (κοινή σε αρχαίους έλληνες και λατίνους, ιστορικούς και ρήτορες) ότι η σαφήνεια σχετίζεται με την παραγωγή μιας εικόνας (περί) της πραγματικότητας (που απουσιάζει, έχει παρέλθει ή βρίσκεται αλλού), την οποία οφείλουμε να φέρουμε «μπροστά στα μάτια» του κοινού, κατά τρόπον ώστε να πείσουμε το (κάθε φορά συγκεκριμένο, συγκροτημένο στη σκέψη μας) κοινό περί της εγκυρότητας, της βασιμότητας, της αληθοφάνειας της εικόνας. Ας διευκρινίσω εδώ ότι η «ζωντάνια» και η «σαφήνεια», παρότι  στην αρχαία γραμματεία σχετίζεται συνήθως με περιγραφές πράξεων (γι’ αυτό, άλλωστε, και η έγνοια για τις λεπτομέρειες), αποτέλεσμα του συγκεκριμένου  βαθμού αφαίρεσης με τον οποίο «εργαζόταν» τότε η ιστορία,  δε μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν αφορά λχ στη σαφήνεια των εννοιολογικών δικτύων που οργανώνει ο σύγχρονος ιστορικός λόγος. Υπό μια έννοια, μάλιστα, κυρίως εκεί οφείλει να επικεντρώνεται το ενδιαφέρον μας, αφού αυτά είναι τα πιο «απόντα» και «απομακρυσμένα» από τον (ιδανικό μας) αναγνώστη. 
Η «ενάργεια», βέβαια, εξεταζόμενη από το πρίσμα της «σαφήνειας» και της «ζωντάνιας», όταν τίθεται ως στόχος ενός κειμένου που (προ) υποθέτει και ένα «μη ειδικό» κοινό, μας δημιουργεί και μια «απορία»: εάν η επιστημονική γνώση οικοδομείται «ενάντια στη φύση» και ενάντια «στα φαινόμενα», τότε τι κάνουμε με τις προ-καταλήψεις, τα στερεότυπα και τα αυτονόητα; Το ερώτημα δεν έχει να κάνει, βέβαια, μόνο με τη σαφήνεια, αλλά σε σχέση με αυτήν κάτι οφείλεται να ειπωθεί.
Ίσως η απάντηση του ερωτήματος βρίσκεται στην αντιστροφή της φράσης: εφόσον έργο της επιστήμης είναι η άρση των στερεοτύπων, των κοινών τόπων, η παρουσίαση των «αυτονόητων» ως διόλου αυτονόητων, κι αφού όλα αυτά, όντας βαθιά ριζωμένα στην καθημερινότητα δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο σκέψης για τους «αδαείς», η σαφήνεια, η ζωντάνια και η παραστατικότητα είναι εργαλείο κι όχι ανασταλτικός παράγοντας. «Απλώς», για να τα επιτύχει, ο συγγραφέας χρειάζεται περισσότερη –και διαφορετική- προσπάθεια.



[1] Κικέρων, Partitiones Oratoriae, 20: «Haec pars orationis, quae rem constituat paene ante oculos». Όλα τα αρχαιοελληνικά και λατινικά παραθέματα αντλήθηκαν από το δοκίμιο του Carlo Ginzburg «Descrizione e citazione», που περιέχεται στο βιβλίο του Il filo e le tracce. Vero, falso, finto, Feltrinelli, Μιλάνο 2006, σ. 15-38. Το παρόν κείμενο, άλλωστε, οφείλει να αναγνωσθεί ως ένα σχόλιο στο πρώτο μέρος του δοκιμίου του Γκίνζμπουργκ.
[2] Απόσπασμα από τις Ιστορίες του Πολύβιου (XXXIV, 4, 4) που αναφέρει ο Στράβωνας.
[3] Πολύβιος, Ιστορίες, XX, 12, 8.
[4] Roland Barthes, «Il discorso della storia», στο  Il brusio della lingua. Saggi critici IV, Einaudi, Τορίνο 1988, σ. 138-149
[5] Πάσα σχέση με τον αφορισμό του Μπένγιαμιν «δεν έχω τίποτα να πω, μόνο να δείξω», ίσως να μην πρέπει να εκληφθεί ως τυχαία.
[6] Κικέρων, Partitiones Oratoriae, 20.
[7] Rhetorica ad Herrenium, IV, 68: «Demonstratio est, cum ita verbis res exprimitur, ut geri negotium et res ante oculos videatur […] Statuit enim rem totam et prope point ante oculos».
[8] Carlo Ginzburg, «Descrizione e citazione», στο Il filo e le tracce. Vero, falso, finto. Feltrinelli, Μιλάνο 2006, σ. 21.
[9] Σχετικά με τα «ίχνη»: Carlo Ginzburg, «Σημάδια. Ρίζες ενός ενδεικτικού παραδείγματος», στο Παναγιώτης Πούλος (επιμ), Περί κατασκευής. Τοπικά Β’, ΕΜΕΑ-Νήσος, Αθήνα 1996, σ. 55-88.

Δεν υπάρχουν σχόλια: