
Είναι κάτι νύχτες που ξυπνώ κάθιδρος και συλλαμβάνω τον εαυτό μου να πεθαίνει κομμάτι – κομμάτι. Το στόμα μου γεμάτο από λέξεις σπασμένες γλωσσών αγνώστων ή λησμονημένων. Πίνω νερό κι αναθυμάμαι στιγμές στίγματα πυρφόρα κι αείζωα μαζί της. Άννα τη λέγαν ή Μαρία – αδιάφορο. Τρέχω σε πράσινα λιβάδια που ολοένα καίγονται και καταλήγω σε τοίχους σκιώδεις κάπου στο κέντρο. Ίσως. Ίσως χθες ίσως πάλι και όχι. Μα τι σημασία έχει τώρα πια; Τώρα πόνοι βουβοί στομάχι δηλητήριο και μια κασέτα να παίζει μονότονα ώσπου ένα κλικ να με επαναφέρει στον ορίζοντα. Ναι: είναι κάτι νύχτες που θυμάμαι κι ύστερα αλλάζω πλευρό και λησμονώ.
3 σχόλια:
Λοιπόν, αυτό μάλλον είναι το τελευταίο μου σχόλιο πριν την αντάμωση,συνεπώς δώσε βάση:
1) Ωραίο το μαύρο (το χρώμα)
2) Πολύ καλό το κείμενο
3) Άννα την έλεγαν. :))
μουχαχαχαχαχαχαχαχααχαχ
Πόσα (δεν) ξέρεις...
ΔΕΝ την έλεγαν Άννα. Κατόπιν τούτου εβραβεύθη...
Δημοσίευση σχολίου