Κυριακή, Νοεμβρίου 07, 2010

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Οι ιδεολόγοι της κρίσης και της τάξης

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Οι ιδεολόγοι της κρίσης και της τάξης:

Μαθήματα κέντρου ελευθέρων σπουδών από τον κ. Στάθη Καλύβα

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Η ιδεολογία με την οποία, ως νεοελληνική κοινωνία, «πορευτήκαμε προς τη χρεωκοπία», κατά τον καθηγητή του Γέηλ, και μάλιστα Διευθυντή του Προγράμματος για την Τάξη, Σύρραξη και Βία (Director of the Program on Order, Conflict, and Violence), κ. Καλύβα, έχει τρία θεμελιώδη χαρακτηριστικά: «λαϊκισμό, ναρκισσισμό και ‘αριστερισμό’», όπως μας πληροφορεί στην Καθημερινή της προηγούμενης Κυριακής. Σπεύδει δε να ορίσει, ως πολιτικός επιστήμονας που είναι, το πρώτο εξ αυτών των χαρακτηριστικών: «Ο λαϊκισμός είναι ένα σύνολο κοινωνικών αντιλήψεων και συμπεριφορών που περιλαμβάνει τον εξισωτισμό (την επιθυμία της ισοπέδωσης προς τα κάτω), την αναζήτηση του ατομικού βολέματος εκτός των νόμων και σε βάρος του κοινού συμφέροντος, την ολοκληρωτική αποποίηση κάθε ατομικής ευθύνης και την συστηματική εξαγωγή προσόδων από το κράτος».
Όποιος έχει διαβάσει τα βασικά βιβλία που πραγματεύονται το θέμα του μεταπολιτευτικού λαϊκισμού (π.χ. αυτά των Μ. Σπουρδαλάκη, Α. Πανταζόπουλου, Γ. Βούλγαρη και μερικά ακόμη), αλλά και γνωρίζει την εισαγωγή του όρου από τον Άγγελο Ελεφάντη και τον Μάκη Καβουριάρη, θα έχει παρατηρήσει ότι κοινός τόπος, όλων των μέχρι τώρα επιστημονικών προσεγγίσεων του φαινομένου του λαϊκισμού, είναι ότι τον όρισαν και τον μελέτησαν ως εθνικολαϊκισμό. Και είναι το «εθνικο», το πρώτο συνθετικό του όρου, που τον καθιστά περιγραφή του συγκεκριμένου μεταπολιτευτικού φαινομένου, αλλά και το διαχωρίζει από άλλες μορφές του λαϊκισμού, όπως είναι π.χ. ο περονισμός. Μία πασιφανής απόδειξη αυτής της διαφοράς, του καθ’ ημάς και του αργεντίνικου λαϊκισμού, είναι ότι η Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου δεν έγινε Εβίτα Περόν, αν και πολύ θα το ήθελε, φαντάζομαι...
Κοιτάζω, λοιπόν, τον ορισμό αυτού του ίδιου μεταπολιτευτικού φαινομένου από τον Καλύβα και αναρωτιέμαι: είναι δυνατόν να αγνοεί τα στοιχειώδη και να ορίζει τον λαϊκισμό με έναν τρόπο που θα αντιστοιχούσε σε εγχειρίδιο κάποιου μη «πιστοποιημένου» ιδιωτικού «κολλεγίου» της οδού Πατησίων;
Αλλά ο Καλύβας, παρ’ ότι πολιτικός επιστήμονας και όχι ιστορικός, εδώ και μια δεκαετία έχει καταφέρει να αλλάξει το ιστοριογραφικό τοπίο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, προτάσσοντας (με ανύπαρκτο επιστημονικό έργο και κανένα σχετικό βιβλίο του) την αναθεώρηση της «αριστερής» άποψης για τον εμφύλιο. Η πλούσια αρθρογραφία του στις εφημερίδες έχει σαν μόνιμο θέμα την «μανιώδη» αριστερή βία, ως αιτία του εμφυλίου, και στόχο την αποκατάσταση της «αδικημένης» από την ιστοριογραφία πλευράς των «εθνικοφρόνων». Ναι, είναι τόσο προφανής η αιτία της μετατόπισης από τον όρο εθνικολαϊκισμός, και τα συμφραζόμενά του, στον αστείο ορισμό του Καλύβα. Να μπλέξει με το έθνος και την εθνικοφροσύνη; Μα αυτό είναι το μοναδικό του έρεισμα.
Όμως, ο μεταπολιτευτικός λαϊκισμός δεν δημιουργήθηκε εκ του μηδενός. Πηγάζει ευθέως από τη μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, την τόσο πολύ, δηλαδή «υπηρεσιακά» και μισθολογικά ταυτισμένη με το μετεμφυλιακό κράτος (το σημερινό, διογκωμένο κράτος δεν δημιουργήθηκε εκ του μηδενός). Επιπλέον, ο εθνικολαϊκισμός πηγάζει από την ιδεολογία του μακρυγιαννισμού, με την ηττημένη και χαρακτηρισμένη ως «ανθελληνική» αριστερά να εμπλέκεται εδώ σε μια καταστροφική, για την ιδεολογική αλλά και πολιτική της προοπτική, διεκδίκηση του Μακρυγιάννη για λογαριασμό της. Και, βέβαια, ο κυρίαρχος μακρυγιαννισμός, ως αντίληψη αλλά και ιστορικό σχήμα ανάγνωσης όλης της νεοελληνικής ιστορίας, από το 1821 και εντεύθεν, συγκροτήθηκε στην εμφυλιακή δεκαετία του ‘40, προεξάρχοντος του Σεφέρη, όταν το αστικό συγκρότημα εξουσίας παρέπαιε, όχι μόνο πολιτικά αλλά κυρίως ιδεολογικά.
Με λίγα λόγια, ο λαϊκισμός, που σήμερα κατακεραυνώνεται από τα τηλεοπτικά παράθυρα, από στήλες σαν του Γιάννη Μαρίνου και από τον Καλύβα, με ηθικοπλαστικά επιχειρήματα και παροιμιώδη οίστρο, είναι ένας όρος κι ένα φαινόμενο που έχει ιστορία και ιστορικότητα, έχει καθεστωτική και όχι αριστερή προέλευση.
Επιπλέον δε, ο καθ’ ημάς λαϊκισμός έχει και μια λογοτεχνία, που φτιάχτηκε στο έδαφός του και αναπαράγει τα στερεότυπά του, μια λογοτεχνία που μάλιστα καλά κρατεί. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση, πάντως όχι άσχετη με τα λογοτεχνικά παραδείγματα που κατά καιρούς επιστρατεύει ο Καλύβας για να «αποδείξει» την «αριστερή βία» στον εμφύλιο, παραδείγματα όπου ο λαϊκισμός ξεχειλίζει...
Αν όμως η βιβλιογραφία του εθνικολαϊκισμού είναι εύκολα προσβάσιμη, τα πράγματα δυσκολεύουν όσον αφορά το δεύτερο χαρακτηριστικό της «ιδεολογίας της χρεωκοπίας», δηλαδή τον ναρκισσισμό, γιατί χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις κοινωνικής ψυχολογίας, παρότι κι εδώ ο ορισμός του Καλύβα είναι πρόχειρος: «ο ναρκισσισμός, ακραία έκφανση μιας έντονης προϋπάρχουσας ροπής προς τον συναισθηματισμό και τον ρομαντισμό». Όποιος όμως έχει μελετήσει την ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη και τη σχετική βιβλιογραφία, εύκολα υποψιάζεται σε ποιο χαρακτηριστικό της νεοελληνικής ψυχολογίας, μιας ορισμένης ιστορικής στιγμής, σε ποια περιοχή της νεοελληνικής κουλτούρας αναφέρεται ο Καλύβας. Αλλά, εδώ, θα αρκούσε η ποίηση του Καρυωτάκη, δηλαδή η ανελέητη κριτική αυτών των χαρακτηριστικών της νεοελληνικής «ψυχολογίας» και ιδεολογίας, μαζί με το προ 40 ετών σχετικό διαφωτιστικό δοκίμιο του Βύρωνα Λεοντάρη, για να κατανοήσει κανείς το θέμα. Βέβαια αυτοί οι δύο λογοτέχνες στο έργο τους δεν μιλάνε για το δίκιο των εθνικοφρόνων και υποθέτω πως δεν τους έχει μελετήσει ο Καλύβας, αλλά τι να κάνουμε; Ας έγραφε λιγότερο στις εφημερίδες κι ας διάβαζε περισσότερο.
Τέλος, όσον αφορά την περιγραφή του τρίτου χαρακτηριστικού της «ιδεολογίας της χρεωκοπίας», δηλαδή τον «αριστερό» λόγο», δεν νομίζω πως χρειάζονται ιδιαίτερα σχόλια: «Ένα κακέκτυπο, κακοχωνεμένο λεξιλόγιο που εισήγαγαν αποτυχημένοι διανοούμενοι, συνήθως έπειτα από πολυετή ‘φοιτητική’ θητεία στο Παρίσι, συνδυάστηκε με ένα δικαιολογημένο ίσως, αλλά υπερβολικό αίσθημα εθνικής ανασφάλειας, παράγοντας έναν βαθύτατα συντηρητικό λόγο που πολιτογραφήθηκε ως προοδευτικός. Έτσι, η ισοπέδωση ονομάστηκε ισότητα, η προσοδοφορία λαϊκό δικαίωμα και η καταπάτηση των νόμων επαναστατική ανυπακοή. Στο πλαίσιο αυτό γίνονται κατανοητά φαινόμενα όπως η ανάδειξη του Αρη Βελουχιώτη σε σύμβολο του Ελληνισμού, η συμπάθεια για την τρομοκρατία, ο χαρακτηρισμός της ‘εξέγερσης’ του Δεκεμβρίου 2008 ως του πιο πολιτικού γεγονότος στην Ευρωπαϊκή ιστορία εδώ και 30 χρόνια…». Σε ποιους διανοούμενους αναφέρεται ο Καλύβας; Διότι, οι περισσότεροι απ’ όσους ήρθαν από τα «ένδοξα Παρίσια» υπήρξαν εισηγητές του ορθού λόγου, υπήρξαν, επί συναπτές δεκαετίες, οι μόνοι πολέμιοι του λαϊκισμού, στηρίζοντας μάλιστα την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος, αντιπαλεύοντας, σχεδόν μόνοι τους, τον εθνικισμό και τους «μακεδονομάχους», μελέτησαν εις βάθος τη δεκαετία του 1940, χωρίς να προσφεύγουν στο «παλλαϊκό» σύμβολο-Βελουχιώτης, αμφισβήτησαν δε επισταμένως την «παλλαϊκότητα» της εθνικής αντίστασης. Επιπλέον, ονομάτισαν τον Δεκέμβρη του 2008 ως νεολαιΐστικη εξέγερση, όταν κάποιοι την έβλεπαν ως προανάκρουσμα της επανάστασης είτε, άλλοι, όπως ο Καλύβας, ως υποκινούμενη (από την αριστερά) αναρχία, ή και μίνι ανταρσία... Αυτοί είναι οι αριστεροί διανοούμενοι και όχι η αυθαίρετη καρικατούρα τους που φιλοτεχνεί ο Καλύβας, ξεκινώντας μάλιστα από τον Σαρτρ: «βοήθησαν στο παρελθόν να αιματοκυλιστεί η ανθρωπότητα στο όνομα των ουτοπικών ιδεολογιών τους» (Η Καθημερινή, 22-8-2010).
Παρ’ ότι, αισθητικά, απεχθάνομαι τις τόσο προβλέψιμες «ανατροπές», στο τέλος ενός μυθιστορήματος ή ενός άρθρου, μια φράση στην ακροτελεύτια παράγραφο του κειμένου του Καλύβα είναι τόσο πετυχημένη, που δεν μου επιτρέπεται να μην τη σημειώσω, συμφωνώντας ασμένως: «Οι ιδεολογίες δεν πεθαίνουν από τη μια μέρα στην άλλη».
Συμφωνώ απολύτως.

Δεν υπάρχουν σχόλια: