Πέμπτη, Δεκεμβρίου 09, 2010

ΑΝΑΚΑΤΕΜΕΝΟΙ, ΟΧΙ ΧΤΥΠΗΜΕΝΟΙ


Όταν μου ζητήθηκε να στείλω χίλιες λέξεις για τους διανοούμενους  το Δεκέμβρη  ένα «αδιόρατο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη μου», όπως θα έγραφε το βουλιαγμένο στην κοινοτοπία και τον ναρκισσισμό πληκτρολόγιο του «μέσου νεοέλληνα μυθιστοριογράφου». Μια γερή δόση μαζοχισμού χρειάζεται για να ανακαλέσει κάποιος όσα γράφτηκαν εκείνη την εποχή από προβεβλημένους  συγγραφείς και κοινωνικούς επιστήμονες. Μόνο μ’ αυτούς θα ασχοληθώ,  παρότι, φυσικά, δεν είναι μόνο αυτοί διανοούμενοι.
 Για τους πρώτους δε χρειάζεται να πει κανείς και πολλά, διότι πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να τους πάρει  πολύ στα σοβαρά- άλλωστε, τα βιβλία τους περισσότερο πολτοποιούνται παρά διαβάζονται, και οι διασημότεροι εξ αυτών  ζουν επί το πλείστον  με  επιμίσθιο κρατικό σε Κέντρα Εθνικά και Υπουργεία. Θα μπορούσα να επαναλάβω τα γνωστά, ότι δηλαδή το είδος του μυθιστορήματος χρειάζεται και μια (άλλη) αστική τάξη από πίσω της, με άλλες δυναμικές κι άλλες αναφορές. Κι ότι αυτοί που (αυτο)προβάλλονται ως λογοτέχνες από δόλιους οργανισμούς και (κρυφο)κίτρινες φυλλάδες, περιγράφουν, συνήθως άτεχνα,  πώς πέρασαν τη μέρα τους, επιβεβαιώνοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα κενό ή την αυτοϊκανοποιούμενη κενότητα του «όλα καλά».  Μετά θα σιωπούσα και θα τσίταρα από μνήμης Καρυωτάκη και Ροΐδη. Και, λογικά σκεπτόμενος,   δε θα περίμενα απ’ όσους δεν ακτινογράφησαν το κοινωνικό στα έργα τους να με καθοδηγήσουν επ’ αυτού μέσω επιφυλλίδων ή «παρεμβάσεων» προς αποκατάστασιν της «τάξεως» και της «ηθικής». 
Οι άλλοι, όμως; Κοινωνικοί επιστήμονες, φιλόσοφοι κι άλλα ευπαθή προϊόντα; Εκ πρώτης όψεως, μια σύσσωμη κατακραυγή θα ήταν άστοχη. Εν προκειμένω, δεν έχουμε να κάνουμε με θεοδωροπουλισμούς και μαρκαρίσματα, αλλά με τη διαχείριση ή την κριτική του υπάρχοντος, τη συνάντηση με το αστάθμητο, την επιβεβαίωση ή τη διάψευση σχημάτων θεωρητικών, στάσεων ζωής, πνευματικών διαδρομών και ακαδημαϊκών σταδιοδρομιών. Αν εξαιρέσουμε τους νοσταλγούς του φιλελευθερισμού των Ταγμάτων Ασφαλείας, για τους οποίους, ευτυχώς, έγραψε ο Άκης Γαβριηλίδης στο τελευταίο τεύχος των «Θέσεων», κι έτσι τους γλύτωσα, όσοι αρθρογράφησαν ή έλαβαν θέση με ποικίλους τρόπους δεν ήταν και πολλοί, ούτε όμως είχαν και κοινή θέση. Θα μπορούσα να κατασκευάσω, μάλιστα, και μια ταξινόμηση, έναν πίνακα- ακόμα και μια γραφική παράσταση. Θα έφτιαχνα κουτάκια και θα τοποθετούσα εντός τους όσοι ψήφισαν υπέρ της «εξέγερσης», των «ταραχών», του «Συμβάντος» (με πεζό ή κεφαλαίο σίγμα), του «γεγονότος», των «riots», του (εξηκοστού όγδοου) «τέλους της μεταπολίτευσης», της «νεανικής αντίδρασης\ νεανικού ξεσπάσματος», του «ελληνικού 68», της «δεύτερης ελληνικής επανάστασης», αφήνοντας εκτός πλαισίου ορισμούς όπως «κωλόπαιδα\πλουσιόπαιδα\λούμπεν στοιχεία\αναρχοκακομαθημένα\γνωστοί-άγνωστοι καφενόβιοι».
Θα ήταν αρκούντως διασκεδαστικά όλα αυτά (ή και κωμικοτραγικά), αλλά, πρώτον, ο Δεκέμβρης δε θα χώραγε εκεί μέσα και, κυρίως, δε σκοπεύω (ακόμα, τουλάχιστον) να γίνω ούτε εμπειριστής ούτε θετικιστής. Ας το πω όμως απερίφραστα: όσα γράφτηκαν υπέρ ή κατά του Δεκέμβρη, υπέρ ή κατά του υπάρχοντος, δεν ξέφυγαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, από το κυρίαρχο παράδειγμα στις κοινωνικές επιστήμες.  Πρόχειρος εμπειρισμός και (γεροντικά ανίατες) ηθικολογίες: αυτή θα ήταν η κριτική μου. Κι αν νομίζεις, αγαπητέ αναγνώστη, ότι είμαι υπερβολικός ή χαιρέκακος, διάβασε κι αυτό: Αν στρέψουμε το βλέμμα μας από την περιγραφή ατομικών κειμενικών αντιδράσεων στη δομή από την οποία εκφέρονται, τότε, ίσως, θα δούμε πως το Δεκέμβριο οι εν Ελλάδι σχολές κοινωνικών επιστημών απέτυχαν, και μάλιστα όχι γιατί δεν επιβεβαίωσαν κάποιες αριστερές μας (και  αριστερές μου) ιδεοληψίες, αλλά γιατί δεν κατάφεραν καν  να επιτελέσουν τον ρόλο για τον οποίο ιδρύθηκαν: να παρατηρήσουν, δηλαδή, την «κατάσταση των πραγμάτων» στο κοινωνικό πεδίο. Δεν έχουμε να κάνουμε με την διάψευση των προσδοκιών του Μαρξ, αλλά του Αυγούστου Κοντ. Μπορεί στην Ελλάδα τα τμήματα κοινωνικών επιστημών να είναι ένα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο, να ιδρύθηκαν (κι εδώ) στοχεύοντας, εμμέσως πλην διακηρυκτικά, στην αποτύπωση της ελληνικής πραγματικότητας  με σκοπό την «αναγκαία» (μεταρ)ρύθμισή της προς συγκεκριμένη, πάντοτε, κατεύθυνση, όμως, πολύ γρήγορα απώλεσαν κι αυτόν ακόμα τον (όχι και τόσο «αντικαθεστωτικό») ρόλο τους. 
Τι σόι κοινωνική έρευνα θα δικαιούμασταν να αναμένουμε, είναι, νομίζω, το σημαντικό και απωθημένο ερώτημα, σε μια χώρα όπου, λχ, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών έχει καταντήσει μια ταμπέλα σε μια πολυκατοικία και το Εθνικό (τρομάρα μας…) Ίδρυμα Ερευνών  δεν έχει λεφτά να αλλάξει τα φίλτρα στα αιρ κοντίσιον του; Πιο ειλικρινές θα ήταν οι λέξεις «έρευνα» και «Δεκέμβρης»  να αναφέρονται  σε «έρευνες της Ασφάλειας» παρά σε κάτι άλλο.
 Κάτι που θα μείνει, μάλλον δεν διάβασα. Διάβασα αναλύσεις εντομολογικής μερικότητας, διάβασα επικαιροποιημένα αποσπάσματα από παλαιωμένες διδακτορικές διατριβές, διάβασα σχόλια που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί, ίδια κι απαράλλαχτα, για όσα ακολούθησαν τη δολοφονία Καλτεζά το 1985 ή την πυρπόληση της Πρυτανείας του Πολυτεχνείου το 1995.  Και φυσικά, έναν καταιγισμό περί «νομιμότητας», «καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται» κι άλλες δημοσιογραφικής υποστάθμης γενικολογίες, που έναν σκοπό είχαν: να καταδικάσουν κάτι που δεν είδαν, δεν άκουσαν αλλά ανακλαστικά (εκ της κοινωνικής θέσεως των συγγραφέων) δεν επιθυμούν.
 Δε θα ήθελα, βέβαια, να ισχυριστώ ότι εξαιρέσεις, και μάλιστα φωτεινές, δεν υπήρξαν. Άνθρωποι πήραν θέση, με τα εργαλεία που κανείς διέθετε, άνθρωποι διακινδύνευσαν θεσμικές απολαβές, εύφημες μνείες εντύπων, πόρους ποικιλώνυμων Κέντρων. Κρατώ στη μνήμη μου, πάντως,  ότι κανένας ποιητής δεν καταδίκασε. Παρά τις φιλότιμες και παράτολμες προσπάθειες, όμως, μια έγκυρη ανάλυση για το «τι ακριβώς συνέβη» το Δεκέμβριο του 2008 στην Ελλάδα δεν έχει γραφτεί.   Αυτή η διαπίστωση θα όφειλε να  τρομάξει περισσότερο τους (αυτοαποκαλούμενους)  «υγιώς σκεπτόμενους αστούς» από οποιοδήποτε ράγισμα μπουτίκ ή οποιαδήποτε διασάλευση παραστάσεως- του ποιοτικού, πάντοτε, ρεπερτορίου. Η διαπίστωση ότι καλείται ο Κύριος Κέβιν Φήδερστόουν (του LSE, of course) για να μας ακτινογραφεί και να μας αξιολογεί και ταυτόχρονα τα ΜΑΤ για να επιλύουν κοινωνικά προβλήματα αποδομώντας κεφάλια διαδηλωτών, αν μη τι άλλο κι εκείνους αφορά, κι ας το παραβλέπουν, κι ας κραυγάζουν μες στην εδραιωμένη ανημπόρια τους λόγους-ρετάλια χρεωκοπημένων  μικρομάγαζων περί ημιτελούς εκσυγχρονισμού και άλλων ναυαγίων.
«Εμείς», όμως; «Εμείς», λοιπόν;
Πριν από μερικούς αιώνες, σε άλλα συγκείμενα, κάποιος Αβερρόης είχε μιλήσει για «δημόσια διάνοια». Πριν από κάποιες δεκαετίες, κοινωνικοί επιστήμονες εξερχόμενοι από τη βιομηχανική κοινωνιολογία είχαν πραγματοποιήσει κάποιες πρότυπες «κοινωνικές έρευνες». Κάποιοι γερμανόφωνοι αυτοεξόριστοι στην Αμερική του μεσοπολέμου, κάτι αντίστοιχο είχαν κάνει. Εγώ πάλι, ως ιστορικός, τον Τολστόι θα υπενθυμίσω, τον Πόλεμο και την ειρήνη: παρατηρώντας το χάσμα μεταξύ ενός πραγματικού γεγονότος (μιας μάχης, εν προκειμένω) και των αποσπασματικών και αποκλινόντων αναμνήσεων των συμμετεχόντων σε αυτήν, έγραψε ότι το χάσμα θα μπορούσε να πληρωθεί μόνο εάν κάποιος συνέλλεγε τις αναμνήσεις όλων των υποκειμένων («ακόμα και του πιο ασήμαντου στρατιώτη») που με οποιονδήποτε τρόπο είχε συμμετάσχει στη μάχη. 
Είναι καιρός, ίσως, να μην περιμένουμε πια. Αυτό θα ήταν μια αρχή- για το αναγκαίο άλλο: για τον Δεκέμβρη ως πολυφωνικό, συλλογικό διανοούμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: