Έχω ένα φίλο αποκλεισμένο στα προάστια εδώ και-πόσο πια δεν ξέρω. Σπανίως και υπούλως κατεβαίνει στην πρωτεύουσα. Ήσυχα παρατηρεί τους σκύλους στα δενδρύλλια και κάνει σχέδια για το παρελθόν. «Να οργανώσουμε την απαισιοδοξία μας» είναι το σύνθημά του – ταμένος, αυτός, εδώ και χρόνια, σε νεκρούς ποιητές.
Τον συναντώ πια κάθε Τρίτη, οι άλλοι, οι εξωγήινοι, να διαλέγονται ασυστόλως στην ανία τους κι αυτός τσιγάρα να καπνίζει πάντα έξω. Πάντα εκτός. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τη θέση μας εκεί, δεν ξεκαθάρισα το έδαφος. Η κριτική – η κριτική κι ένα μαχαίρι.
Στα τριγμένα σανίδια έβρισκε κάτι που δεν ξέρω. Δεν ξέρω γιατί δε θέλω να θυμάμαι, ίσως. Χρόνια πολλά πέρασαν γρήγορα χωρίς πολλές ευχές. Άρρωστη νιότη κι έντιμη θα έλεγε. Όμως δε θα το πει.
Ο Νώε – τον ονομάζω έτσι χάριν του γάτου μου και του δερμάτινου παλτού του – περιφρονεί τα ωραία πράγματα που φτιάχτηκαν ασκόπως κι άπονα. Τις ωραίες πλαστικές γυναίκες (όσο κι αν τις ποθεί), τα ωραία πλαστικά ηλιοβασιλέματα στις Σαντορίνες και τις Ίους (αν και ορκισμένος εχθρός κάθε ανατολής), τα λιμαρισμένα τραγούδια και τις στρογγυλές βεβαιότητες.
Έχει κάτι που δε θα μπορούσε παρά να είναι δικό του: ατελές χαμόγελο. Εργάστηκε σκληρά να το αποκτήσει, όργωσε το χωράφι του να το συλλέξει. Αγρότης στο Μοναστηράκι, κυνηγός στη Μπενάκη, ψαράς στο Λυκαβηττό. Και Ολυμπιακός – αιωνίως Ολυμπιακός. Ο καθείς εφ’ ό ετάχθη.
Οι μέρες αυτές, μετά την νιοστή αποτυχημένη ανάσταση (όποιος την είδε ας μιλήσει) πάντα του προξενούσαν τρόμο: «και τώρα;». Τώρα δεν ξέρω. Δεν είμαι εγώ από δω. Δε θέλω.
Μια ανεπαίσθητη ομίχλη τον τυλίγει άμα τη εμφανίσει του σε χώρο κλειστό. Εντοιχισμένη σκέψη και περίκλειστη, μικρογραφία της Αθήνας – δεν τη θέλγει. Θα συλλέξει ένα ζευγάρι κάθε ζωντανού, λέξεις και ήχους και οδύνες ωδινών και θα μεταναστεύσει στη μεριά του την κρυφή. Αποκομμένος κι όχι μόνος.
Ένα σπίτι μου θυμίζει κι ήταν παραμονή Χριστούγεννα. Η θάλασσα μιας άλλης πόλης μας είχε αποκλείσει από μια άλλη επιστροφή. Λικέρ γαρύφαλλο και ιστορίες φαντασμάτων και πού να’ ναι τώρα η Κ.; Έξω χιονίζει κι υγρασία οικεία σαν τον προπάππου μου. Σαν αύριο δώδεκα χρόνια πίσω. Δώδεκα χρόνια κι ευαγγέλιο ουδέν. Τι θέλει τούτος μέσα στ’ όνειρο; Και τι ζητά να μάθει μες στα δάση; Κι εγώ; Ήμουν εκεί μέσα στο πλήθος των πλινθόκτιστων προγόνων σπιρτόκουτα αδειάζοντας σκαστός στην εκδρομή.
Κάθομαι τώρα και κρυφογελώ αναμένοντας μια λύση που θά’ ρθει απ’ το Παρίσι. Συσκευασμένη κι έτοιμη κι ολότελα πια ξένη. Κι αυτός στην τρικυμία των καφέδων. Στων προαστίων την ασφάλεια και τη λήθη. Ήρεμος, Αποφασιστικός, Αγέρωχος. Σα νησί που σάλπαρε πριν το προφτάσει ο ναυαγός.
Μάλλον αυτό πρέπει να είναι η φιλία: να μπαίνεις στην ανάμνηση ενός άλλου ως αίσθηση, ως απορία. Και να καμώνεσαι πως ήσουνα τραπέζι, κήπος, χιόνι, πλοίο περαστικό.
Τον συναντώ πια κάθε Τρίτη, οι άλλοι, οι εξωγήινοι, να διαλέγονται ασυστόλως στην ανία τους κι αυτός τσιγάρα να καπνίζει πάντα έξω. Πάντα εκτός. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τη θέση μας εκεί, δεν ξεκαθάρισα το έδαφος. Η κριτική – η κριτική κι ένα μαχαίρι.
Στα τριγμένα σανίδια έβρισκε κάτι που δεν ξέρω. Δεν ξέρω γιατί δε θέλω να θυμάμαι, ίσως. Χρόνια πολλά πέρασαν γρήγορα χωρίς πολλές ευχές. Άρρωστη νιότη κι έντιμη θα έλεγε. Όμως δε θα το πει.
Ο Νώε – τον ονομάζω έτσι χάριν του γάτου μου και του δερμάτινου παλτού του – περιφρονεί τα ωραία πράγματα που φτιάχτηκαν ασκόπως κι άπονα. Τις ωραίες πλαστικές γυναίκες (όσο κι αν τις ποθεί), τα ωραία πλαστικά ηλιοβασιλέματα στις Σαντορίνες και τις Ίους (αν και ορκισμένος εχθρός κάθε ανατολής), τα λιμαρισμένα τραγούδια και τις στρογγυλές βεβαιότητες.
Έχει κάτι που δε θα μπορούσε παρά να είναι δικό του: ατελές χαμόγελο. Εργάστηκε σκληρά να το αποκτήσει, όργωσε το χωράφι του να το συλλέξει. Αγρότης στο Μοναστηράκι, κυνηγός στη Μπενάκη, ψαράς στο Λυκαβηττό. Και Ολυμπιακός – αιωνίως Ολυμπιακός. Ο καθείς εφ’ ό ετάχθη.
Οι μέρες αυτές, μετά την νιοστή αποτυχημένη ανάσταση (όποιος την είδε ας μιλήσει) πάντα του προξενούσαν τρόμο: «και τώρα;». Τώρα δεν ξέρω. Δεν είμαι εγώ από δω. Δε θέλω.
Μια ανεπαίσθητη ομίχλη τον τυλίγει άμα τη εμφανίσει του σε χώρο κλειστό. Εντοιχισμένη σκέψη και περίκλειστη, μικρογραφία της Αθήνας – δεν τη θέλγει. Θα συλλέξει ένα ζευγάρι κάθε ζωντανού, λέξεις και ήχους και οδύνες ωδινών και θα μεταναστεύσει στη μεριά του την κρυφή. Αποκομμένος κι όχι μόνος.
Ένα σπίτι μου θυμίζει κι ήταν παραμονή Χριστούγεννα. Η θάλασσα μιας άλλης πόλης μας είχε αποκλείσει από μια άλλη επιστροφή. Λικέρ γαρύφαλλο και ιστορίες φαντασμάτων και πού να’ ναι τώρα η Κ.; Έξω χιονίζει κι υγρασία οικεία σαν τον προπάππου μου. Σαν αύριο δώδεκα χρόνια πίσω. Δώδεκα χρόνια κι ευαγγέλιο ουδέν. Τι θέλει τούτος μέσα στ’ όνειρο; Και τι ζητά να μάθει μες στα δάση; Κι εγώ; Ήμουν εκεί μέσα στο πλήθος των πλινθόκτιστων προγόνων σπιρτόκουτα αδειάζοντας σκαστός στην εκδρομή.
Κάθομαι τώρα και κρυφογελώ αναμένοντας μια λύση που θά’ ρθει απ’ το Παρίσι. Συσκευασμένη κι έτοιμη κι ολότελα πια ξένη. Κι αυτός στην τρικυμία των καφέδων. Στων προαστίων την ασφάλεια και τη λήθη. Ήρεμος, Αποφασιστικός, Αγέρωχος. Σα νησί που σάλπαρε πριν το προφτάσει ο ναυαγός.
Μάλλον αυτό πρέπει να είναι η φιλία: να μπαίνεις στην ανάμνηση ενός άλλου ως αίσθηση, ως απορία. Και να καμώνεσαι πως ήσουνα τραπέζι, κήπος, χιόνι, πλοίο περαστικό.
Ή μήπως ήρθε και δεν έδεσε;
4 σχόλια:
Εξαιρετικό.
Υπερβολές. Πάντα υπερβολές!
Ακόμη κι αν δεν είναι εξαιρετικό, αλλά είναι κάτι, για ένα τίποτα το κάτι είναι εξαιρετικό. Κρατήστε ό,τι προτιμάτε.:)
Καλά λοιπόν! Θα κρατήσω το πρώτο σχόλιο γιατί είμαι λίγο στο υπόγειό μου τώρα τελευταία...
Δημοσίευση σχολίου