Κυριακή, Απριλίου 08, 2007


Στο δρόμο για τη Δαμασκό

Πού είσαι - πού βρίσκεσαι και τί επιθυμείς; Μεγάλωσες καθόλου;

Εγώ βιαστικά στην Αθήνα πορεύομαι γράφοντας μεγαλόπνοες διδακτορικές διατριβές περί επιστημολογίας και ρητορικής. Μπορεί και ν'αρχίσω να διδάσκω κιόλας - τρομάρα μου. Μα πάντα βρέχει έξω.

Εδώ και λίγες μέρες σε ξαναθυμήθηκα. Όχι σε κάποιου πλοίου πισίνα όπως την τελευταία φορά, αλλά σε κάποιους δρόμους άλλους λίγο πιο σκοτεινούς.

Τώρα που προσπαθώ να μοιάσω λίγο (ακόμα) πιο σοβαρός, κάτι που να μοιάζει με ακαδημαϊκό προφήτη που ακόμα κι αν δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια τουλάχιστον την ακουμπά. Μάλλον επιτυγχάνουν τα παραμορφωτικά μου φίλτρα και ξεγελώ τις κορασίδες και τους καθηγητάς. Το μέλλον μου λαμπρό (επισυνάπτεται ερευνητική πρόταση).

Το θέμα όμως είσαι εσύ - ή μάλλον, καθώς προείπα, η ανάμνησή σου. Μακάρι νά'ξερα πώς ξαναγλύστρησες πίσω απ'τα μάτια μου. Ίσως έχει φτάσει πια (κι έχει περάσει) η ώρα των αποτιμήσεων ετών παρελθόντων. Άλλη μια στροφή του νήματος της επανεγγραφής της προσωπικής ιστορίας. Και μέσα τους φυσικά εσύ - πάντα κι εσύ.

Δε γνωρίζω πόσους τόνους συγγραμμάτων πρέπει κανείς να αναγνώσει, πόσους αιώνες συνεδρίων, πόσες βουτιές στη θάλασσα ή στο κενό πρέπει να αναμένει για να λάβει μια απάντηση σχετικά με το πώς και το γιατί: ίσως απλώς γιατί έτσι. Είναι καλό, πάντα σωστό και πάντα λάθος να λατρεύουμε τα πάθη μας: αν δεν ήσουν εσύ τώρα θα ήμουν άλλος ένας (κοινοτυπία θα πεις). Πες ότι θες - το δικαιούσαι και ούτως ή άλλως δεν ακούγεσαι μέχρι εδώ. Αν και τώρα που ανακάλυψα επιτέλους, μετά από οχτώ χρόνια το τραγούδι εκείνο, σαν να ακούω από κάπου τη φωνή σου σ'εκείνο το δωμάτιο της via Mengoli. Κι αυτό είναι ένα ακόμα ευχαριστώ.

Γράφω για σένα κι όμως γράφω για μένα - τί λυπηρό! Μου κάνει καλό που γράφω έτσι, δίχως να ξέρω πού να στείλω αυτή την επιστολή - κι έτσι την στέλνω παντού - κι αν ποτέ τη λάβεις.

Αλλά τι σημασία έχει; Και πώς να γράψω για σένα; Μήπως θα μπορούσα μετά από τόσα χρόνια; Πώς να γνωρίζω ποια είσαι, πού είσαι, πώς σε λένε αυτή την εποχή; Άλλαζες ονόματα τόσο συχνά... Άραγε φοράς ακόμα εκείνο το παλτό;

Είπαμε: μια ανάμνηση καθ'οδόν. Μια εικόνα που αχνόφεγγε σκοτάδι μες στο πλήθος των ηλιοφωτισμένων εν λοβοτομή αδελφών.

Ίσως και να έρχεσαι στην Αθήνα και να σ'έχω δει από μακρυά ή από κοντά χωρίς να σ'έχω δει. Ίσως πάλι και όχι.

Όταν σε είχα πρωταγαπήσει κι είχα πει "όπου με βγάλει" ήξερα ότι το ποτάμι δεν το ξανακολυμπάς δεύτερη φορά. Το ήξερα μα δεν το πολυκαταλάβαινα. Κι έτσι, σε μια άλλη όχθη πια, καπνίζω ακόμα Davidoff (επειδή κάποτε τα κάπνιζες εσύ), ρίχνω amaretto στο Jack ((πρωτοβουλία) και δε γράφω πια. Δε γράφω παρά μόνο εργασίες. Κι έτσι πορεύομαι στα πάτρια χώματα ξένος.

Έκανα όρκο σιωπής, τον παραβίασα προσωρινά για σένα ("πίστευε σταθερά και αμάρτανε γενναία") και τώρα επιστρέφω στην επιστημολογία (να που από ρητορική χορτάσαμε). Να παντρευτώ πάντως δεν το προβλέπω!


Αυτό που έμεινε από σένα κάθε φθινόπωρο φυτρώνει

είν'η βροχή που το ποτίζει - όχι εγώ



Στην υγειά μας


Π


PS Πάντα θα υπάρχει ένα Υστερόγραφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: