Βία που υποτάσσει, βία που απελευθερώνει
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Βάλτερ Μπένγιαμιν βρέθηκε σε ένα σημείο που έμοιαζε με σταυροδρόμι για τη ζωή του, αλλά έμελλε να αποδειχθεί η αρχή ενός μονόδρομου. Είχε μόλις ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή (για την κριτική της τέχνης στην περίοδο του γερμανικού ρομαντισμού), ενώ συγχρόνως ο γάμος του με την Ντόρα είχε ήδη παρουσιάσει τα σημάδια κρίσης που προμηνούσαν την επερχόμενη διάλυση, η σχέση με τον πατέρα του έφτασε στο χειρότερο σημείο και η οικονομική του κατάσταση κάθε άλλο παρά ανθηρή θα χαρακτηριζόταν. Η μοναδική επαγγελματική του προοπτική, δηλαδή η ακαδημαϊκή καριέρα, συντηρούσε κάποιες ελπίδες εξομάλυνσης της προσωπικής του ζωής, οι οποίες όμως έσβησαν όταν λίγα χρόνια αργότερα, το 1925, η διατριβή του για υφηγεσία γύρω από το γερμανικό μπαρόκ απορρίφθηκε ως δυσνόητη. Η βαθιά φιλία που τον συνέδεε με τον Γκέρσομ Σόλεμ μετρούσε ήδη αρκετά χρόνια, στα οποία ο Μπένγιαμιν ανακάλυψε την ιουδαϊκή παράδοση κάτω απ' την επιρροή του. Ταυτόχρονα συνέχιζε να διατηρεί έντονο ενδιαφέρον για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και αναζητούσε τρόπους να το εκφράσει σε θεωρητικές αποκρυσταλλώσεις.
Στα 1921 στο Αρχείο για την κοινωνική επιστήμη και την κοινωνική πολιτική (Archiv fur Sozialwissenschaft und Sozialpolitik) δημοσιεύεται το κείμενο του Μπένγιαμιν Zur Kritik der Gewalt, το οποίο μεταφράστηκε από τον Λεωνίδα Μαρσιανό και εκδόθηκε στα ελληνικά πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα. Πρόκειται για μια απολύτως λιτή έκδοση, ένα βιβλιαράκι μόλις τριάντα σελίδων, που στο οπισθόφυλλο αναγράφει, και μάλιστα τυπωμένη, την τιμή του: 1,5 ευρώ (όσο η τιμή μιας τυρόπιτας μετά την απαραίτητη "στρογγυλοποίηση"). Επειδή η μετάφραση είναι σχετικά πιστή στο πρωτότυπο και οι όποιες "στρυφνές" διατυπώσεις θα πρέπει να χρεωθούν κατά κύριο λόγο στο δύσβατο συγγραφικό ύφος του Μπένγιαμιν, η σημαντικότερη παρατήρηση για τη συγκεκριμένη έκδοση αυτού του τόσο σημαντικού κειμένου αφορά την υπερβολική της λιτότητα: ένας μικρός (ή πιο εκτεταμένος) σχολιασμός υπό μορφή εισαγωγής θα ήταν απαραίτητος, όχι για να φωτίσει όλες τις σκιές (ας μη ζητάμε πολλά), αλλά για να βρει αυτό το ξερόκλαδο λίγο χώμα να βλαστήσει, να αποκτήσει ένα προσήκον κειμενικό περίβλημα ώστε να υποστηριχθεί ως πρόταση στο ευρύτερο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Το δοκίμιο είναι, όπως ήδη είπαμε, γραμμένο το 1921 και στο μεγαλύτερο μέρος του αναφέρεται σε ενεστώτα χρόνο. Αποπνέει έτσι εξαρχής την αίσθηση πως πρόκειται για την καταγραφή εμβριθών, απροκατάληπτων προβληματισμών πάνω στην πολιτική επικαιρότητα της Γερμανίας των αρχών της δεκαετίας του 1920, μιας συγκυρίας δηλαδή ανεξίτηλα σημαδεμένης από τις οριακές εμπειρίες του γερμανικού εργατικού κινήματος της αμέσως προηγούμενης περιόδου. Η αίσθηση αυτή ενισχύεται από την τόσο συχνή αναφορά στο "σήμερα", στις "σημερινές ευρωπαϊκές συνθήκες" (σ. 8), στη "σημερινή εικόνα των κοινοβουλίων" (σ. 16) κ.λπ., παρακινώντας τον (σημερινό) αναγνώστη να εντοπίσει τα ιστορικά γεγονότα στα οποία ο Μπένγιαμιν, άμεσα ή έμμεσα, αναφέρεται, και τα οποία επέδρασαν καθοριστικά στο πολιτικό κλίμα της Γερμανίας του Μεσοπολέμου. Γιατί τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν για το εργατικό κίνημα της Γερμανίας μια λαμπρή κορύφωση μπροστά στην οποία ξανοίχτηκε το ολισθηρό μονοπάτι –ίσως αθέατο αρχικά, ολοφάνερο όμως αμέσως μετά- που οδήγησε από την καχεκτική Δημοκρατία της Βαϊμάρης στην άνοδο του ναζισμού στην εξουσία, τη χιτλερική δικτατορία και το ξέσπασμα του Β$ Παγκόσμιου Πόλεμου.
Καθώς ο Μπένγιαμιν διερευνά τη δυνατότητα διατύπωσης ενός "πολεμικού δικαίου" (σ. 11), στο πλαίσιο του οποίου η γενική επιστράτευση λειτουργεί ως "μέσο προς έννομους σκοπούς" (σ. 12), για να αντιπαραθέσει αμέσως μια προβληματική για τους όρους άρθρωσης μιας έλλογης κριτικής στη στρατιωτική βία, τέτοιας που να αρνείται να εκφυλιστεί σε "νηπιακό αναρχισμό" (σ. 13), ο αναγνώστης οφείλει να αντιληφθεί το πόσο αιφνίδια και οδυνηρά έθεσε το μακελειό του Α$ Παγκόσμιου Πόλεμου τα ερωτήματα για τη γενικευμένη χρήση βίας στις παρακμάζουσες κοινωνίες των ευρωπαϊκών κρατών. Ο "πρόσφατος πόλεμος" (όπως τον αναφέρει στη σ. 12), όμως, δεν ήταν απλά μια αφορμή για προβληματισμό πάνω στη βία, αλλά, κυρίως λόγω των εξαιρετικά σύνθετων εσωτερικών και διακρατικών διεργασιών που ακολούθησαν τη λήξη του, ήταν επίσης το έναυσμα για τη διερώτηση περί του τρόπου θέσπισης του δικαίου (δηλ. του νόμου) σε κάθε περίπτωση στο σύγχρονο κόσμο.
Ο αβάσταχτος φόρος του αίματος και η πρωτόγνωρη ερήμωση και καταστροφή των ευρωπαϊκών πόλεων οδήγησαν στο αντιπολεμικό ξέσπασμα, που στη Γερμανία του 1918 πήρε τη μορφή αλυσιδωτών καταλήψεων των πόλεων από "συμβούλια εργατών και στρατιωτών". Η πυρετώδης αυτή διαδικασία επαναστατικοποιούσε με γοργούς ρυθμούς το γερμανικό προλεταριάτο και, καθώς τα "συμβούλια" δεν ήταν δυνατό να αυτοπεριοριστούν στους αρχικούς αντιπολεμικούς τους στόχους, το σαθρό αυτοκρατορικό καθεστώς γρήγορα κατέρρευσε. Επρόκειτο σαφώς για μια κατάρρευση εκ των έσω, αφού ο Πόλεμος έληξε, οριστικά αλλά άτυπα, με την ανακωχή της 11ης Νοέμβρη 1918, χωρίς νικητές και νικημένους. Το βάρος της κρίσης επωμίστηκε αμέσως η σοσιαλδημοκρατία που διέθετε συγκροτημένες και ισχυρές πολιτικές οργανώσεις. Οι σοσιαλδημοκράτες του SPD και οι "ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες" του USPD ανέλαβαν να συστήσουν ένα "συμβούλιο λαϊκών επιτροπών", μέσω του οποίου στη συνέχεια ανακηρύχθηκε η Δημοκρατία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο θεσμός των ένοπλων "συμβουλίων", που εδραιώθηκε έκτοτε ως παράδοση στη συνείδηση της γερμανικής αριστεράς, ήταν έκφραση ενός γνήσιου αυθορμητισμού του λαϊκού κινήματος: Η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (KPD) υπήρξε το αποτέλεσμα αυτού του επαναστατικού πυρετού κι όχι η προϋπόθεση για την εκδήλωσή του. Στα "συμβούλια" αυτά αναφέρεται έμμεσα ο Μπένγιαμιν όταν παρατηρεί με καυστικότητα ότι τα σημερινά κοινοβούλια "παρουσιάζουν τους γνωστούς αξιολύπητους θεατρινισμούς γιατί δεν διατήρησαν τη συνείδηση των επαναστατικών δυνάμεων στις οποίες οφείλουν την ύπαρξή τους" (σ. 17).
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας – Ένωση Σπάρτακος (KPD-S) ιδρύεται στα τέλη του 1918 κηρύσσοντας ένοπλο αγώνα, σε μια περίοδο που οι σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν να προσδέσουν τους στασιαστές στο άρμα της "εθνικής ανασυγκρότησης" μέσω συμφωνιών με τις εργοδοτικές οργανώσεις (την περίφημη "Εργασιακή κοινότητα" - Arbeitsgemeinschaft). Στις μεγάλες ταραχές των επόμενων μηνών οι Σπαρτακιστές, αλλά και οι αναρχικοί που σε πολλές περιπτώσεις πλειοψηφούν μέσα στο στασιαστικό στρατόπεδο, τίθενται στο στόχαστρο των αμείλικτων κατασταλτικών μηχανισμών που χειρίζεται πλέον η σοσιαλδημοκρατία. Οι μηχανισμοί αυτοί, δηλαδή ο στρατός, η αστυνομία και οι ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες σημειώνουν τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους όταν στις αρχές του 1919 δολοφονούν εν ψυχρώ τους κομμουνιστές ηγέτες του Σπάρτακου και στη συνέχεια αναρχικούς (Γκούσταβ Λαντάουερ) ως και κεντρώους πολιτικούς. Οι δολοφονίες της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Καρλ Λήμπκνεχτ αρχικά και λίγο αργότερα του Λέο Γιόγκισες κ.ά. άφησαν το πιο καλά οργανωμένο κομμάτι της ριζοσπαστικής αριστεράς ακέφαλο και μουδιασμένο. Η γερμανική "Επανάσταση των Συμβουλίων" έσβησε οριστικά το 1920, ενώ το Κόμμα μετά από μια σειρά θλιβερών φραξιονιστικών και οπορτουνιστικών χειρισμών διασπάστηκε και η ηγετική του ομάδα συγχωνεύτηκε με το USPD προκειμένου να συγκροτήσουν το VKPD, επίσημο πλέον τμήμα της Γ$ Διεθνούς στη Γερμανία.
Η ιστορική περίοδος 1918-1921 υπήρξε λοιπόν για τη Γερμανία εξαιρετικά πυκνή. Αν επεκταθεί δε κανείς, προκειμένου να συνυπολογίσει στη δημιουργία του γενικότερου κλίματος τις αντίστοιχες διεργασίες του εργατικού κινήματος στην Ουγγαρία, την Αυστρία και την Ιταλία (οι οποίες κατέληξαν σε εξίσου καταστρεπτικές υποχωρήσεις), καθώς και τις δραματικές συνθήκες απομόνωσης της επανάστασης των μπολσεβίκων –όσο και τις ιλιγγιώδεις προοπτικές που συνεπαγόταν η ίδια της η ύπαρξη- αποκτά μια ιδέα για την κομβική σημασία της πρώιμης αυτής μεσοπολεμικής περιόδου στη διαμόρφωση των επαναστατικών αντιλήψεων στη Δύση. Σ' αυτό το πολυσύνθετο τοπίο, στην Κεντρική Ευρώπη των αρχών της δεκαετίας του 1920 έκανε την εμφάνισή του ο λεγόμενος δυτικός μαρξισμός με κύριους εκπροσώπους του τον Καρλ Κορς, τον Γκέοργκ Λούκατς και τους φιλόσοφους/κοινωνιολόγους της "Σχολής της Φραγκφούρτης".
Ο Μπένγιαμιν στα 1921 δεν είχε στραφεί ακόμα προς το μαρξισμό, γεγονός που συνέβη τρία ή τέσσερα χρόνια αργότερα. Η θεωρητική του σκευή απαρτιζόταν, στο μεγαλύτερο μέρος της, από το εννοιακό πλαίσιο του γερμανικού ρομαντισμού εμπλουτισμένο με μια σειρά από στοιχεία του ιουδαϊκού μεσσιανισμού. Τα τελευταία προσπαθούσε συστηματικά να ανασύρει από τη λησμονημένη εβραϊκή παράδοση και να τα ενεργοποιήσει δίνοντάς τους αλληγορικά πολιτικό περιεχόμενο, όπως έκαναν και πολλοί ακόμα Γερμανοεβραίοι της γενιάς του αντιδρώντας έτσι στην ακραία αφομοιωτική στάση των γονιών τους.^1^ Στα χρόνια αυτά ο Μπένγιαμιν προσδιορίζει την πολιτική του στάση ως μηδενιστική, γεγονός που σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές (μεταξύ των οποίων και ο Σόλεμ)^2^ μας επιτρέπει να τον χαρακτηρίζουμε αναρχικό. Έτσι είναι γεγονός ότι το δοκίμιο αυτό, μαζί με κάποια ακόμα κείμενά του της ίδιας περιόδου, συγκροτούν ένα κάπως ξεχωριστό σώμα "αναρχικών" συγγραμμάτων του. Οι μαρξιστικοί όροι (σχέσεις παραγωγής, παραγωγικές δυνάμεις κ.λπ.), καθώς και τα στοιχεία της ψυχαναλυτικής θεωρίας που γονιμοποιούν το ύστερο έργο του, εδώ απουσιάζουν παντελώς. Εξίσου αληθές όμως είναι ότι κάθε βολική ταξινόμηση του έργου του σε διακριτές περιόδους εμπεριέχει τον κίνδυνο να υποβαθμιστεί η σημασία των συστατικών της σκέψης του τα οποία μπορεί βεβαίως να μετασχηματίστηκαν κατά πολλούς τρόπους στην πορεία της ωρίμανσής της, παρέμειναν όμως -όπως με σιγουριά μπορεί να δειχθεί για αρκετά απ' αυτά- οι ακλόνητοι άξονες γύρω απ' τους οποίους αυτή περιελίχθηκε. Και είναι γνωστό πως μια τέτοια αδυναμία αντιμετώπισης του έργου του ως ενιαίο σύνολο χαρακτηρίζει στο μέγιστο βαθμό την πρόσληψη και μεταχείρισή του από την αγγλοσαξονική κριτική, η οποία με παρόμοιους μυωπικούς τεμαχισμούς κατορθώνει να λανσάρει τον "αισθητικό Μπένγιαμιν" ως προάγγελο του μεταμοντερνισμού.
Στο χώρο των γερμανικών γραμμάτων η έκπτωση των αξιών του δυτικού πολιτισμού καταγγέλθηκε, πολύ πριν τους καταστροφικούς πολέμους του 20ού αιώνα, μέσα από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Με το νιτσεϊκό μηδενιστικό βλέμμα πάνω στην αμφίβολη σταθερότητα των κληρονομημένων ευρωπαϊκών αξιών εγκαινιάστηκε η θεμελιακή διάκριση μεταξύ του άψυχου τεχνικού Zivilization και της Kultur στην οποία περιλαμβάνεται το σύνολο των υψηλών πνευματικών επιτευγμάτων. Έκτοτε κάθε αντίδραση στο κυρίαρχο θετικιστικό πνεύμα, κάθε βιταλιστική κριτική στον ψυχρό επιστημονισμό εκκινούσε από τη διαπίστωση της καταστροφικής συμπίεσης της Kultur προς όφελος του Zivilization. Τα ρεύματα αυτά στις αρχές του 20ού αιώνα ενισχύθηκαν συγκροτώντας την ευρύτερη κατεύθυνση που ονομάστηκε "Φιλοσοφία της ζωής" (Lebensphilosophie). Η επιρροή του νιτσεϊκού πνεύματος, που είναι σχετικά εύκολο να διαπιστωθεί σε κεντροευρωπαίους στοχαστές τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς, οφείλεται εν πολλοίς στην τεράστια εμβέλεια διάδοσης του Lebensphilosophie κατά το παρατεταμένο διάστημα πριν η αυτοκρατορική σήψη ξεσπάσει στον πόλεμο.
Από την οπτική μιας αριστερής πολιτικής στάσης η ανόθευτη, ανυποχώρητη νιτσεϊκή ηθική αντιστοιχεί στο βαθιά ανθρώπινο καθήκον να σταθεί κανείς πάνω από κάθε σύμβαση και κάθε ταπεινωτική συνδιαλλαγή. Η επαναστατική προσδοκία φορτίζεται έτσι με έναν "ενεργητικό μηδενισμό":^3^ έχουμε χρέος να παλέψουμε ώστε το καθεστώς της βαρβαρότητας να καταστραφεί όσο το δυνατό συντομότερα. Αυτή την τόσο παρεξηγημένη –αλλά, "ευγενή και θετική", σύμφωνα με τον Σόλεμ- ισχύ της καταστροφής επιμένει ο Μπένγιαμιν να προσπαθεί να αποκαταστήσει σε όλο του το έργο. Στο δοκίμιο για τη βία τη χαρακτηρίζει "θεϊκή βία". Αναφερόμενος στην προλεταριακή γενική απεργία, που "θεωρεί ως μοναδικό της έργο την καταστροφή της κρατικής εξουσίας" (σ. 20), μας μεταφέρει τον παρακάτω συλλογισμό του Ζωρζ Σορέλ εκθειάζοντάς τον ως μια "βαθιά, ηθική και πραγματικά επαναστατική σύλληψη" (σ. 21): "[Η προλεταριακή γενική απεργία [...] αποκλείει όλες τις ιδεολογικές συνέπειες κάθε πιθανής κοινωνικής πολιτικής~ οι θιασώτες της θεωρούν μπουρζουάδικες ακόμα και τις πιο δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις" (σ. 20). "Με την γενική απεργία[...] η επανάσταση εμφανίζεται ως μια σαφής απλή εξέγερση και δεν υπάρχει χώρος για τους κοινωνιολόγους ή τους εκλεπτυσμένους ερασιτέχνες των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, ακόμη ούτε και για τους διανοούμενους, οι οποίοι έχουν κάνει επάγγελμα το να σκέπτονται για λογαριασμό του προλεταριάτου" (σ. 21).^4^ Δεν χρειάζεται φυσικά να παρατηρήσουμε πως μια τέτοια πολιτική δραστηριοποίηση που δεν γνωρίζει τακτικούς και στρατηγικούς στόχους, αρνούμενη κάθε διαχωρισμό μεταξύ σκοπών και μέσων, προσιδιάζει στην αναρχική ή αναρχοσυνδικαλιστική στάση.
Παραδόξως όμως, με την ίδια νιτσεϊκή ακεραιότητα προσηλώθηκαν στο ιδεώδες του "ρομαντικού αντικαπιταλισμού" και πολλοί διανοητές προσκείμενοι στη γερμανική δεξιά, αρκετοί εκ των οποίων συντάχθηκαν με το φασισμό. Στις σχετικές εργασίες τους καταγράφεται μια επιστροφή σε μυθικές μορφές σκέψης, αφού καλλιεργούν δοξασίες περί της "αρχέγονης γερμανικής κοινότητας", προβάλλουν τη Γερμανία ως Kulturnation, στρέφονται προς "αρχετυπικές" παραστάσεις κ.λπ. Ανέλπιστα, η στάση του Μπένγιαμιν απέναντι στους εκπροσώπους αυτού του συντηρητικού ιρασιοναλιστικού ρεύματος δεν υπήρξε σε καμιά άλλη περίπτωση τόσο ξεκάθαρη όσο στην περίπτωση του Γιουνγκ, προς τον οποίο έστρεψε τα βέλη της κριτικής του κατά τη δεκαετία του 1930. Αντιθέτως, οι όψεις του έργου του που περιλαμβάνουν ιδέες "δανεισμένες" από διανοητές που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ενίσχυσαν το ιδεολογικό οπλοστάσιο της γερμανικής δεξιάς έχουν βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των σχολιαστών τα τελευταία χρόνια.
Πράγματι, φαίνεται πως ο Μπένγιαμιν σε μια πλειάδα περιπτώσεων επιδόθηκε στο μετασχηματισμό στοιχείων της κριτικής του μοντερνισμού από τα δεξιά, προκειμένου να τα προσαρμόσει στις απαιτήσεις ενός εύρωστου αριστερού πολιτικού-φιλοσοφικού προβληματισμού. Η πιο σκανδαλώδης από τις αιρετικές αυτές επαφές αφορά τη σχέση του με το ναζιστή νομικό Καρλ Σμιτ, από τον οποίο "δανείστηκε" την έννοια της "κατάστασης εκτάκτου ανάγκης" (Ausnahmezustand). Στην όγδοη θέση του Για την έννοια της Ιστορίας γίνεται φανερό ότι το περιεχόμενο που αποδίδει στον όρο "πραγματική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης" ο Μπένγιαμιν, είναι ακριβώς το αντίστροφο από αυτό που εννοεί ο Σμιτ. Ο πρώτος αντικαθιστά το πραξικόπημα του δεύτερου με την Επανάσταση. Παρόμοια "δάνεια" και αντιστροφές έχουν επισημανθεί σε πολλές περιπτώσεις: η ιδέα για την "παρακμή της αύρας" που αναπτύσσεται στο δοκίμιο για την τέχνη προέρχεται μάλλον από τον Άλφρεντ Σούλερ (Alfred Schuler), μέλος του κύκλου του Γκέοργκε~ η θεωρία των διαλεκτικών εικόνων οφείλει πολλά στον Κλάγκες, τον οποίο ο Μπένγιαμιν θαύμαζε από τα φοιτητικά του χρόνια~ η θεωρία της εμπειρίας, στο ύστερο έργο του, έχει δεχθεί σημαντικές επιδράσεις από την αντίστοιχη του Γιούνγκερ, κ.ο.κ.^5^
Αξίζει εδώ να επισημάνουμε ότι η επίδραση της σκέψης του Σμιτ αφήνει ορατά ίχνη στο έργο του Μπένγιαμιν ουσιαστικά από το Trauerspiel κι έπειτα. Επομένως, η απόδοση της λέξης Ernstfall (κρίσιμη περίσταση –ο μεταφραστής της αγγλικής έκδοσης την αποδίδει crisis^6^) ως "κατάσταση έκτακτης ανάγκης" (σ. 10) αποτελεί μεταφραστικό ατόπημα ικανό να δημιουργήσει παρανοήσεις.
Πώς όμως ερμηνεύεται η τάση του Μπένγιαμιν να επιζητά τόσο συχνά αυτή την επίδραση από τα δεξιά, να εμπνέεται από τις ανορθολογικές θεωρίες των πρωτοφασιστών και να τις θέτει, αφού τις μετασχηματίσει τόσο που να είναι δύσκολα αναγνωρίσιμες, στα θεμέλια των πολιτικών και φιλοσοφικών του στοχασμών; Εκτός από την έλξη που ασκούσαν τα μυστικιστικά στοιχεία στην ιδιότυπη θρησκευτικότητά του, μια ακόμα αιτία πρέπει να έχει να κάνει με τη σχετική φιλοσοφική ένδεια του αριστερού λόγου κατά την περίοδο της πνευματικής του ωρίμανσης. Στον φιλοσοφικό αέρα που απέπνεε η εκλαϊκευμένη εκδοχή του μαρξισμού στα χρόνια αυτά (αλλά μέχρι και πολύ πρόσφατα) στροβιλιζόταν σε σύννεφα η σκόνη του εγελιανισμού. Η ιστορική εξέλιξη παρουσιαζόταν να υπακούει σε ένα ανελικτικό σχήμα με τελικό στόχο την αταξική κοινωνία, εντός του οποίου η αντιθετική δράση κάθε ζεύγους δυνάμεων μοιραία αίρεται στην πορεία προς μια παγκόσμια τελική συμφιλίωση. Όταν ο Μπένγιαμιν στα 1940 είχε ήδη παρακολουθήσει από κοντά την εκμετάλλευση των αστικών "δοξασιών" περί της προόδου από την ιδεολογία του ναζισμού, είχε κάθε λόγο να μέμφεται τους φορείς της αριστεράς που τις καλλιέργησαν: "Τίποτε δεν έχει διαφθείρει τον Γερμανό εργάτη πιο πολύ όσο η δοξασία πως αυτός ακολουθεί το ρεύμα. Νόμιζε πως ακολουθεί τη ροή ενός ποταμού που η κλίση του είναι η τεχνολογική ανάπτυξη. Από εκεί δεν έμενε παρά ένα βήμα μέχρι την ψευδαίσθηση πως όταν δουλεύει κανείς στο εργοστάσιο προσφέρει μια πολιτική υπηρεσία επειδή αυτή η δουλειά είναι ενταγμένη στο συρμό της τεχνολογικής προόδου".^7^
Βρίσκεται κανείς προ εκπλήξεως κάθε φορά που διαπιστώνει από πόσο βαθιά στρώματα της σκέψης (αν όχι της ύπαρξης) του Μπένγιαμιν πηγάζει η εχθρότητά του προς κάθε θεωρία προόδου. Δεν είναι ασφαλώς κάποια στείρα εμμονή, αφού μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο ως άμεση απόρροιά της, τόσο ξεχωριστής, συνολικής του αντίληψης για την ιστορία. Ο Μπένγιαμιν δεν έκανε ποτέ καμιά απόπειρα να παρουσιάσει την τελευταία σαν απόσταγμα της εξωτερικής εμπειρίας (της τραγικής ιστορικής οπισθοδρόμησης που έζησε η γενιά του με την άνοδο του ναζισμού), ούτε ως άμεσο συμπέρασμα κάποιων θεωρητικών προκείμενων (της σύμφυτης με το ρομαντισμό νοσταλγίας ενός μακρινού αρμονικού παρελθόντος), αλλά ούτε και ως θρησκευτική δέσμευση στην εβραϊκή του καταγωγή. Το ότι τα ιστορικά γεγονότα στη διάρκεια της ζωής του επιβεβαίωσαν αυτή την ήδη σχηματισμένη αντίληψη συνεχούς καταστροφής, ενώ η ακαδημαϊκή του καλλιέργεια του επέτρεψε να αναδείξει την απαράμιλλη αξία των σκονισμένων, ντεμοντέ ιδεών του ρομαντισμού όταν ενεργοποιούνται προς μια κριτική του μοντερνισμού και, τέλος, το ότι η δεξιοτεχνική αλληγορική του αναγνωστική ικανότητα εφαρμοσμένη στα ιερά κείμενα του ιουδαϊκού μεσσιανισμού του ενίσχυσε την αίσθηση ότι είναι επιφορτισμένος με τη λύτρωση των προγόνων, όλα αυτά μοιάζουν σαν κάποιου είδους "εξωτερικές συμπτώσεις". "Συμπτώσεις" όμως αναπόδραστες, που η επιτέλεσή τους είχε προδιαγραφεί με ακρίβεια, χάρη στην αόρατη δράση του περίφημου "μυστικού δείκτη"^8^ πάνω στη δική του ζωή. Η ιδιότυπη θρησκευτικότητά του, η θεολογία που εμποτίζει τη σκέψη του, σχετίζεται μάλλον με τη μυστική δράση αυτού του δείκτη παρά με οτιδήποτε άλλο.
Στη σκέψη του Μπένγιαμιν, η άρνηση της κατεστημένης αντίληψης για τη φύση του ιστορικού χρόνου προηγείται κάθε θετικού προσδιορισμού και φαίνεται να παίζει τον κύριο συνδετικό ρόλο μεταξύ των ετερογενών συστατικών που συμβάλουν στην συνολική του πνευματική συγκρότηση. Η ιστορική του αίσθηση μοιάζει να συγκλίνει άλλοτε προς την νιτσεϊκή θεωρία της αιώνιας επιστροφής και άλλοτε στην ουτοπική και αναστηλωτική παράδοση του ιουδαϊκού μεσσιανισμού. Στα ρεύματα αυτά, που γνώριζαν μεγάλη διάδοση στους Εβραίους διανοούμενους της Κεντρικής Ευρώπης, ο ιστορικός χρόνος αντιπροσωπεύει την έκπτωση από μια πρωταρχική παραδείσια κατάσταση, μια τιμωρία για το προπατορικό αμάρτημα, που πρόκειται να διακοπεί με την έλευση του Μεσσία. Αλληγορικές ερμηνείες αυτού του χονδρικού σχήματος, διανθισμένου με σχετικά περιθωριακές διδασκαλίες (συνήθως καββαλιστικής προέλευσης), κρατούσαν τους Εβραίους που ριζοσπαστικοποιούνταν σε κάποια απόσταση από τον εκχυδαϊσμένο μαρξισμό που είχε για έμβλημά του τη βεβαιότητα της κοινωνικής προόδου. Η προβληματική τους σχέση με τον κρατικό μηχανισμό, που συχνότατα καλλιεργούσε και ενίοτε νομιμοποιούσε τον αντισημιτισμό, σε συνδυασμό με την απουσία κράτους του Ισραήλ, οδηγούσε αρκετούς απ' αυτούς σε αντικρατικές θεωρήσεις, που σημάδευαν τον ελευθεριακό κομμουνισμό και τον αναρχισμό σαν προνομιακές πολιτικές κατευθύνσεις.
Όλα αυτά τα στοιχεία δεν είναι δύσκολο να ανιχνευτούν στις λίγες σελίδες του δοκιμίου για τη βία. Το αφετηριακό του σημείο είναι η, δανεισμένη από το Σορέλ, διάκριση μεταξύ πολιτικής γενικής απεργίας και προλεταριακής γενικής απεργίας. Το ζήτημα ήταν άκρως επίκαιρο αφού λίγο νωρίτερα, την άνοιξη του 1920, η Γερμανία συγκλονίστηκε από τη μαζικότατη γενική απεργία που ανέτρεψε το ακροδεξιό πραξικόπημα του Καπ και ενίσχυσε τη θέση της σοσιαλδημοκρατίας (δηλ. του USPD). Σύμφωνα με τον παραπάνω διαχωρισμό επρόκειτο για μια πολιτική γενική απεργία, για ένα διαπραγματευτικό μέσο, που δεν σκόπευε στη (μεσσιανική, κατά την πολιτικο-θεολογική ορολογία του Μπένγιαμιν) διακοπή του καθεστώτος κυριαρχίας, αλλά σε μια εγκόσμια επαναδιευθέτηση των όρων άσκησης της κυριαρχίας αυτής –όρων που σχετικά αβίαστα μετατοπίστηκαν κατά την επόμενη δεκαετία προς την επικράτηση του φασισμού. Ήταν μια χαμένη ευκαιρία για ένα "μεσσιανικό πέρασμα", κατά το οποίο η "θεϊκή βία" του προλεταριάτου θα μπορούσε να καταστρέψει κάθε προϋπάρχον νομικό πλέγμα. Εάν η πολιτική γενική απεργία επιχειρεί να θεσπίσει καινούριο δίκαιο, η προλεταριακή γενική απεργία αποσκοπεί στην καταστροφή του δικαίου. Γιατί το δίκαιο, όπως μας λέει από τις πρώτες αράδες του δοκιμίου ο Μπένγιαμιν, δεν ταυτίζεται με τη δικαιοσύνη.
Η παραπάνω μεσσιανική/επαναστατική επίκληση της προλεταριακής γενικής απεργίας ως τομής του εγκόσμιου γίγνεσθαι φέρει εντός της το αίτημα της αποκατάστασης των ισορροπιών που ανέτρεψε η νεωτερικότητα. Η διάσταση μεταξύ σκοπών και μέσων εμπλέκει κάθε απόπειρα κριτικής της βίας (η οποία ανήκει στην "επικράτεια των μέσων") στη διερεύνηση αφενός των όρων δικαίωσης των σκοπών και αφετέρου του καθεστώτος νομιμότητας των μέσων. Οι δυο αντίστοιχες θεωρίες του δικαίου, το "φυσικό δίκαιο" και το "θετικό δίκαιο", συναντώνται μόνο όταν θεσπίζονται νόμοι που αποσκοπούν στη δικαιοσύνη με τη βοήθεια νόμιμων μέσων. Κι αν οι όροι νομιμοποίησης των μέσων που παρέχονται από την δυνατότητα ιστορικής επικύρωσης συγκροτούν μια "επαρκή θεωρητική βάση", η θεωρία του φυσικού δικαίου κρίνεται εντελώς ανεπαρκής να μας προσφέρει ένα ασφαλές κριτήριο δικαιοσύνης, κάνοντας την συνολική διερεύνηση ιδιαιτέρως προβληματική. Όμως, αίφνης, η επαναστατική γενική απεργία δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγοριοποίηση. Δεν είναι μέσο για κάποιον εξωτερικό σκοπό όπως η "γυμνή" βία αλλά, αντιθέτως, εμπεριέχει το σκοπό της και γι' αυτό ο Μπένγιαμιν την χαρακτηρίζει ως "καθαρό μέσο". Ως τέτοιο είναι "απαλλαγμένο από βία", αφού "κάθε μορφή βίας ως μέσο είναι είτε βία που θεσπίζει, είτε βία που συντηρεί το δίκαιο. Όταν δεν αξιώνει τίποτα απ’ αυτά τα δυο, παραιτείται από κάθε εγκυρότητα" (σελ. 16).
Τελειώνοντας, ας αναφέρουμε ότι, όπως μας πληροφορεί ο Αντρέας Πόλτερμαν, το Zur Kritik der Gewalt "είχε σχεδιαστεί ως τμήμα μιας μεγαλύτερης πραγματείας πάνω στη θεωρία της πολιτικής. Το πρώτο μέρος είχε τελειώσει, μάλλον όμως χάθηκε, και θα έφερε τον τίτλο 'Ο αληθινός πολιτικός'. Το δεύτερο μέρος υπό τον τίτλο 'Η αληθινή πολιτική' θα περιείχε τα κεφάλαια 'Αποκλιμάκωση της βίας' και 'Τελεολογία χωρίς τελικό σκοπό'. Μας είναι άγνωστο κατά πόσο το δοκίμιο Zur Kritik der Gewalt είναι ταυτόσημο με το σχεδιαζόμενο κεφάλαιο για την αποκλιμάκωση της βίας ή αν αποτελεί μάλιστα την τελική του μορφή".
1. Μια εξαιρετική και εκτεταμένη περιγραφή των συνθηκών διαμόρφωσης και των εσωτερικών διαφοροποιήσεων, ζυμώσεων κ.λπ. αυτού του "ζεστού" ρεύματος των Εβραίων ριζοσπαστών της Κεντρικής Ευρώπης στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα μπορεί να βρει κανείς στο, πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά, βιβλίο του Michael Lowy, Λύτρωση και ουτοπία, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2002.
2. Στο ίδιο, σελ. 158.
3. Βλ. την εισαγωγή στην αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Richard Wolin, Walter Benjamin: An Aesthetic of Redemption, University of California Press, 1994, σελ. xxvi.
4. Οι φράσεις του Σορέλ που παραθέτει ο Μπένγιαμιν στο δικό του δοκίμιο για τη βία προέρχονται από το Reflexions sur la violence (Στοχασμοί για τη βία –1908), ένα βιβλίο με καθοριστική επίδραση στους νέους μαρξιστές της γενιάς αυτής. Ο Λούκατς χαρακτηριστικά ομολογεί, στον πρόλογο του 1962 στη Θεωρία του μυθιστορήματος, πως τα χρόνια αυτά βρισκόταν "κάτω από την επίδραση του Σορέλ".
5. Για τις επιδράσεις αυτές δες την εισαγωγή στην αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Richard Wolin, ό.π., σελ. xxvii-xxxix.
6. Βλ. Walter Benjamin, One-Way Street and Other Writings, Verso 2000 (επανέκδ.), σελ. 137.
7. Από την ενδέκατη θέση του "Για την έννοια της ιστορίας" σε μτφρ. Γ. Φαράκλα και Α. Μπαλτά, περ. Ο Πολίτης, 21 Νοέμβρη 1997, τχ. 43, σελ. 36.
8. Για τον "μυστικό δείκτη", που εμφανίζεται σε λίγες αλλά άκρως ενδιαφέρουσες αναφορές στο έργο του Μπένγιαμιν, βλ. το κείμενο του Γιώργου Σαγκριώτη, "Δείκτες, Βέλη, Μονάδες" στο περιοδικό Ουτοπία, τχ. 48, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2002.
9. Βλ. Andreas Poltermann, "Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και η πολιτική", στο Η Κριτική Θεωρία σήμερα, επιμ. Γεράσιμος Κουζέλης, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2000, σελ. 96.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Βάλτερ Μπένγιαμιν βρέθηκε σε ένα σημείο που έμοιαζε με σταυροδρόμι για τη ζωή του, αλλά έμελλε να αποδειχθεί η αρχή ενός μονόδρομου. Είχε μόλις ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή (για την κριτική της τέχνης στην περίοδο του γερμανικού ρομαντισμού), ενώ συγχρόνως ο γάμος του με την Ντόρα είχε ήδη παρουσιάσει τα σημάδια κρίσης που προμηνούσαν την επερχόμενη διάλυση, η σχέση με τον πατέρα του έφτασε στο χειρότερο σημείο και η οικονομική του κατάσταση κάθε άλλο παρά ανθηρή θα χαρακτηριζόταν. Η μοναδική επαγγελματική του προοπτική, δηλαδή η ακαδημαϊκή καριέρα, συντηρούσε κάποιες ελπίδες εξομάλυνσης της προσωπικής του ζωής, οι οποίες όμως έσβησαν όταν λίγα χρόνια αργότερα, το 1925, η διατριβή του για υφηγεσία γύρω από το γερμανικό μπαρόκ απορρίφθηκε ως δυσνόητη. Η βαθιά φιλία που τον συνέδεε με τον Γκέρσομ Σόλεμ μετρούσε ήδη αρκετά χρόνια, στα οποία ο Μπένγιαμιν ανακάλυψε την ιουδαϊκή παράδοση κάτω απ' την επιρροή του. Ταυτόχρονα συνέχιζε να διατηρεί έντονο ενδιαφέρον για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και αναζητούσε τρόπους να το εκφράσει σε θεωρητικές αποκρυσταλλώσεις.
Στα 1921 στο Αρχείο για την κοινωνική επιστήμη και την κοινωνική πολιτική (Archiv fur Sozialwissenschaft und Sozialpolitik) δημοσιεύεται το κείμενο του Μπένγιαμιν Zur Kritik der Gewalt, το οποίο μεταφράστηκε από τον Λεωνίδα Μαρσιανό και εκδόθηκε στα ελληνικά πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα. Πρόκειται για μια απολύτως λιτή έκδοση, ένα βιβλιαράκι μόλις τριάντα σελίδων, που στο οπισθόφυλλο αναγράφει, και μάλιστα τυπωμένη, την τιμή του: 1,5 ευρώ (όσο η τιμή μιας τυρόπιτας μετά την απαραίτητη "στρογγυλοποίηση"). Επειδή η μετάφραση είναι σχετικά πιστή στο πρωτότυπο και οι όποιες "στρυφνές" διατυπώσεις θα πρέπει να χρεωθούν κατά κύριο λόγο στο δύσβατο συγγραφικό ύφος του Μπένγιαμιν, η σημαντικότερη παρατήρηση για τη συγκεκριμένη έκδοση αυτού του τόσο σημαντικού κειμένου αφορά την υπερβολική της λιτότητα: ένας μικρός (ή πιο εκτεταμένος) σχολιασμός υπό μορφή εισαγωγής θα ήταν απαραίτητος, όχι για να φωτίσει όλες τις σκιές (ας μη ζητάμε πολλά), αλλά για να βρει αυτό το ξερόκλαδο λίγο χώμα να βλαστήσει, να αποκτήσει ένα προσήκον κειμενικό περίβλημα ώστε να υποστηριχθεί ως πρόταση στο ευρύτερο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Το δοκίμιο είναι, όπως ήδη είπαμε, γραμμένο το 1921 και στο μεγαλύτερο μέρος του αναφέρεται σε ενεστώτα χρόνο. Αποπνέει έτσι εξαρχής την αίσθηση πως πρόκειται για την καταγραφή εμβριθών, απροκατάληπτων προβληματισμών πάνω στην πολιτική επικαιρότητα της Γερμανίας των αρχών της δεκαετίας του 1920, μιας συγκυρίας δηλαδή ανεξίτηλα σημαδεμένης από τις οριακές εμπειρίες του γερμανικού εργατικού κινήματος της αμέσως προηγούμενης περιόδου. Η αίσθηση αυτή ενισχύεται από την τόσο συχνή αναφορά στο "σήμερα", στις "σημερινές ευρωπαϊκές συνθήκες" (σ. 8), στη "σημερινή εικόνα των κοινοβουλίων" (σ. 16) κ.λπ., παρακινώντας τον (σημερινό) αναγνώστη να εντοπίσει τα ιστορικά γεγονότα στα οποία ο Μπένγιαμιν, άμεσα ή έμμεσα, αναφέρεται, και τα οποία επέδρασαν καθοριστικά στο πολιτικό κλίμα της Γερμανίας του Μεσοπολέμου. Γιατί τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν για το εργατικό κίνημα της Γερμανίας μια λαμπρή κορύφωση μπροστά στην οποία ξανοίχτηκε το ολισθηρό μονοπάτι –ίσως αθέατο αρχικά, ολοφάνερο όμως αμέσως μετά- που οδήγησε από την καχεκτική Δημοκρατία της Βαϊμάρης στην άνοδο του ναζισμού στην εξουσία, τη χιτλερική δικτατορία και το ξέσπασμα του Β$ Παγκόσμιου Πόλεμου.
Καθώς ο Μπένγιαμιν διερευνά τη δυνατότητα διατύπωσης ενός "πολεμικού δικαίου" (σ. 11), στο πλαίσιο του οποίου η γενική επιστράτευση λειτουργεί ως "μέσο προς έννομους σκοπούς" (σ. 12), για να αντιπαραθέσει αμέσως μια προβληματική για τους όρους άρθρωσης μιας έλλογης κριτικής στη στρατιωτική βία, τέτοιας που να αρνείται να εκφυλιστεί σε "νηπιακό αναρχισμό" (σ. 13), ο αναγνώστης οφείλει να αντιληφθεί το πόσο αιφνίδια και οδυνηρά έθεσε το μακελειό του Α$ Παγκόσμιου Πόλεμου τα ερωτήματα για τη γενικευμένη χρήση βίας στις παρακμάζουσες κοινωνίες των ευρωπαϊκών κρατών. Ο "πρόσφατος πόλεμος" (όπως τον αναφέρει στη σ. 12), όμως, δεν ήταν απλά μια αφορμή για προβληματισμό πάνω στη βία, αλλά, κυρίως λόγω των εξαιρετικά σύνθετων εσωτερικών και διακρατικών διεργασιών που ακολούθησαν τη λήξη του, ήταν επίσης το έναυσμα για τη διερώτηση περί του τρόπου θέσπισης του δικαίου (δηλ. του νόμου) σε κάθε περίπτωση στο σύγχρονο κόσμο.
Ο αβάσταχτος φόρος του αίματος και η πρωτόγνωρη ερήμωση και καταστροφή των ευρωπαϊκών πόλεων οδήγησαν στο αντιπολεμικό ξέσπασμα, που στη Γερμανία του 1918 πήρε τη μορφή αλυσιδωτών καταλήψεων των πόλεων από "συμβούλια εργατών και στρατιωτών". Η πυρετώδης αυτή διαδικασία επαναστατικοποιούσε με γοργούς ρυθμούς το γερμανικό προλεταριάτο και, καθώς τα "συμβούλια" δεν ήταν δυνατό να αυτοπεριοριστούν στους αρχικούς αντιπολεμικούς τους στόχους, το σαθρό αυτοκρατορικό καθεστώς γρήγορα κατέρρευσε. Επρόκειτο σαφώς για μια κατάρρευση εκ των έσω, αφού ο Πόλεμος έληξε, οριστικά αλλά άτυπα, με την ανακωχή της 11ης Νοέμβρη 1918, χωρίς νικητές και νικημένους. Το βάρος της κρίσης επωμίστηκε αμέσως η σοσιαλδημοκρατία που διέθετε συγκροτημένες και ισχυρές πολιτικές οργανώσεις. Οι σοσιαλδημοκράτες του SPD και οι "ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες" του USPD ανέλαβαν να συστήσουν ένα "συμβούλιο λαϊκών επιτροπών", μέσω του οποίου στη συνέχεια ανακηρύχθηκε η Δημοκρατία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο θεσμός των ένοπλων "συμβουλίων", που εδραιώθηκε έκτοτε ως παράδοση στη συνείδηση της γερμανικής αριστεράς, ήταν έκφραση ενός γνήσιου αυθορμητισμού του λαϊκού κινήματος: Η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (KPD) υπήρξε το αποτέλεσμα αυτού του επαναστατικού πυρετού κι όχι η προϋπόθεση για την εκδήλωσή του. Στα "συμβούλια" αυτά αναφέρεται έμμεσα ο Μπένγιαμιν όταν παρατηρεί με καυστικότητα ότι τα σημερινά κοινοβούλια "παρουσιάζουν τους γνωστούς αξιολύπητους θεατρινισμούς γιατί δεν διατήρησαν τη συνείδηση των επαναστατικών δυνάμεων στις οποίες οφείλουν την ύπαρξή τους" (σ. 17).
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας – Ένωση Σπάρτακος (KPD-S) ιδρύεται στα τέλη του 1918 κηρύσσοντας ένοπλο αγώνα, σε μια περίοδο που οι σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν να προσδέσουν τους στασιαστές στο άρμα της "εθνικής ανασυγκρότησης" μέσω συμφωνιών με τις εργοδοτικές οργανώσεις (την περίφημη "Εργασιακή κοινότητα" - Arbeitsgemeinschaft). Στις μεγάλες ταραχές των επόμενων μηνών οι Σπαρτακιστές, αλλά και οι αναρχικοί που σε πολλές περιπτώσεις πλειοψηφούν μέσα στο στασιαστικό στρατόπεδο, τίθενται στο στόχαστρο των αμείλικτων κατασταλτικών μηχανισμών που χειρίζεται πλέον η σοσιαλδημοκρατία. Οι μηχανισμοί αυτοί, δηλαδή ο στρατός, η αστυνομία και οι ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες σημειώνουν τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους όταν στις αρχές του 1919 δολοφονούν εν ψυχρώ τους κομμουνιστές ηγέτες του Σπάρτακου και στη συνέχεια αναρχικούς (Γκούσταβ Λαντάουερ) ως και κεντρώους πολιτικούς. Οι δολοφονίες της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Καρλ Λήμπκνεχτ αρχικά και λίγο αργότερα του Λέο Γιόγκισες κ.ά. άφησαν το πιο καλά οργανωμένο κομμάτι της ριζοσπαστικής αριστεράς ακέφαλο και μουδιασμένο. Η γερμανική "Επανάσταση των Συμβουλίων" έσβησε οριστικά το 1920, ενώ το Κόμμα μετά από μια σειρά θλιβερών φραξιονιστικών και οπορτουνιστικών χειρισμών διασπάστηκε και η ηγετική του ομάδα συγχωνεύτηκε με το USPD προκειμένου να συγκροτήσουν το VKPD, επίσημο πλέον τμήμα της Γ$ Διεθνούς στη Γερμανία.
Η ιστορική περίοδος 1918-1921 υπήρξε λοιπόν για τη Γερμανία εξαιρετικά πυκνή. Αν επεκταθεί δε κανείς, προκειμένου να συνυπολογίσει στη δημιουργία του γενικότερου κλίματος τις αντίστοιχες διεργασίες του εργατικού κινήματος στην Ουγγαρία, την Αυστρία και την Ιταλία (οι οποίες κατέληξαν σε εξίσου καταστρεπτικές υποχωρήσεις), καθώς και τις δραματικές συνθήκες απομόνωσης της επανάστασης των μπολσεβίκων –όσο και τις ιλιγγιώδεις προοπτικές που συνεπαγόταν η ίδια της η ύπαρξη- αποκτά μια ιδέα για την κομβική σημασία της πρώιμης αυτής μεσοπολεμικής περιόδου στη διαμόρφωση των επαναστατικών αντιλήψεων στη Δύση. Σ' αυτό το πολυσύνθετο τοπίο, στην Κεντρική Ευρώπη των αρχών της δεκαετίας του 1920 έκανε την εμφάνισή του ο λεγόμενος δυτικός μαρξισμός με κύριους εκπροσώπους του τον Καρλ Κορς, τον Γκέοργκ Λούκατς και τους φιλόσοφους/κοινωνιολόγους της "Σχολής της Φραγκφούρτης".
Ο Μπένγιαμιν στα 1921 δεν είχε στραφεί ακόμα προς το μαρξισμό, γεγονός που συνέβη τρία ή τέσσερα χρόνια αργότερα. Η θεωρητική του σκευή απαρτιζόταν, στο μεγαλύτερο μέρος της, από το εννοιακό πλαίσιο του γερμανικού ρομαντισμού εμπλουτισμένο με μια σειρά από στοιχεία του ιουδαϊκού μεσσιανισμού. Τα τελευταία προσπαθούσε συστηματικά να ανασύρει από τη λησμονημένη εβραϊκή παράδοση και να τα ενεργοποιήσει δίνοντάς τους αλληγορικά πολιτικό περιεχόμενο, όπως έκαναν και πολλοί ακόμα Γερμανοεβραίοι της γενιάς του αντιδρώντας έτσι στην ακραία αφομοιωτική στάση των γονιών τους.^1^ Στα χρόνια αυτά ο Μπένγιαμιν προσδιορίζει την πολιτική του στάση ως μηδενιστική, γεγονός που σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές (μεταξύ των οποίων και ο Σόλεμ)^2^ μας επιτρέπει να τον χαρακτηρίζουμε αναρχικό. Έτσι είναι γεγονός ότι το δοκίμιο αυτό, μαζί με κάποια ακόμα κείμενά του της ίδιας περιόδου, συγκροτούν ένα κάπως ξεχωριστό σώμα "αναρχικών" συγγραμμάτων του. Οι μαρξιστικοί όροι (σχέσεις παραγωγής, παραγωγικές δυνάμεις κ.λπ.), καθώς και τα στοιχεία της ψυχαναλυτικής θεωρίας που γονιμοποιούν το ύστερο έργο του, εδώ απουσιάζουν παντελώς. Εξίσου αληθές όμως είναι ότι κάθε βολική ταξινόμηση του έργου του σε διακριτές περιόδους εμπεριέχει τον κίνδυνο να υποβαθμιστεί η σημασία των συστατικών της σκέψης του τα οποία μπορεί βεβαίως να μετασχηματίστηκαν κατά πολλούς τρόπους στην πορεία της ωρίμανσής της, παρέμειναν όμως -όπως με σιγουριά μπορεί να δειχθεί για αρκετά απ' αυτά- οι ακλόνητοι άξονες γύρω απ' τους οποίους αυτή περιελίχθηκε. Και είναι γνωστό πως μια τέτοια αδυναμία αντιμετώπισης του έργου του ως ενιαίο σύνολο χαρακτηρίζει στο μέγιστο βαθμό την πρόσληψη και μεταχείρισή του από την αγγλοσαξονική κριτική, η οποία με παρόμοιους μυωπικούς τεμαχισμούς κατορθώνει να λανσάρει τον "αισθητικό Μπένγιαμιν" ως προάγγελο του μεταμοντερνισμού.
Στο χώρο των γερμανικών γραμμάτων η έκπτωση των αξιών του δυτικού πολιτισμού καταγγέλθηκε, πολύ πριν τους καταστροφικούς πολέμους του 20ού αιώνα, μέσα από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Με το νιτσεϊκό μηδενιστικό βλέμμα πάνω στην αμφίβολη σταθερότητα των κληρονομημένων ευρωπαϊκών αξιών εγκαινιάστηκε η θεμελιακή διάκριση μεταξύ του άψυχου τεχνικού Zivilization και της Kultur στην οποία περιλαμβάνεται το σύνολο των υψηλών πνευματικών επιτευγμάτων. Έκτοτε κάθε αντίδραση στο κυρίαρχο θετικιστικό πνεύμα, κάθε βιταλιστική κριτική στον ψυχρό επιστημονισμό εκκινούσε από τη διαπίστωση της καταστροφικής συμπίεσης της Kultur προς όφελος του Zivilization. Τα ρεύματα αυτά στις αρχές του 20ού αιώνα ενισχύθηκαν συγκροτώντας την ευρύτερη κατεύθυνση που ονομάστηκε "Φιλοσοφία της ζωής" (Lebensphilosophie). Η επιρροή του νιτσεϊκού πνεύματος, που είναι σχετικά εύκολο να διαπιστωθεί σε κεντροευρωπαίους στοχαστές τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς, οφείλεται εν πολλοίς στην τεράστια εμβέλεια διάδοσης του Lebensphilosophie κατά το παρατεταμένο διάστημα πριν η αυτοκρατορική σήψη ξεσπάσει στον πόλεμο.
Από την οπτική μιας αριστερής πολιτικής στάσης η ανόθευτη, ανυποχώρητη νιτσεϊκή ηθική αντιστοιχεί στο βαθιά ανθρώπινο καθήκον να σταθεί κανείς πάνω από κάθε σύμβαση και κάθε ταπεινωτική συνδιαλλαγή. Η επαναστατική προσδοκία φορτίζεται έτσι με έναν "ενεργητικό μηδενισμό":^3^ έχουμε χρέος να παλέψουμε ώστε το καθεστώς της βαρβαρότητας να καταστραφεί όσο το δυνατό συντομότερα. Αυτή την τόσο παρεξηγημένη –αλλά, "ευγενή και θετική", σύμφωνα με τον Σόλεμ- ισχύ της καταστροφής επιμένει ο Μπένγιαμιν να προσπαθεί να αποκαταστήσει σε όλο του το έργο. Στο δοκίμιο για τη βία τη χαρακτηρίζει "θεϊκή βία". Αναφερόμενος στην προλεταριακή γενική απεργία, που "θεωρεί ως μοναδικό της έργο την καταστροφή της κρατικής εξουσίας" (σ. 20), μας μεταφέρει τον παρακάτω συλλογισμό του Ζωρζ Σορέλ εκθειάζοντάς τον ως μια "βαθιά, ηθική και πραγματικά επαναστατική σύλληψη" (σ. 21): "[Η προλεταριακή γενική απεργία [...] αποκλείει όλες τις ιδεολογικές συνέπειες κάθε πιθανής κοινωνικής πολιτικής~ οι θιασώτες της θεωρούν μπουρζουάδικες ακόμα και τις πιο δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις" (σ. 20). "Με την γενική απεργία[...] η επανάσταση εμφανίζεται ως μια σαφής απλή εξέγερση και δεν υπάρχει χώρος για τους κοινωνιολόγους ή τους εκλεπτυσμένους ερασιτέχνες των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, ακόμη ούτε και για τους διανοούμενους, οι οποίοι έχουν κάνει επάγγελμα το να σκέπτονται για λογαριασμό του προλεταριάτου" (σ. 21).^4^ Δεν χρειάζεται φυσικά να παρατηρήσουμε πως μια τέτοια πολιτική δραστηριοποίηση που δεν γνωρίζει τακτικούς και στρατηγικούς στόχους, αρνούμενη κάθε διαχωρισμό μεταξύ σκοπών και μέσων, προσιδιάζει στην αναρχική ή αναρχοσυνδικαλιστική στάση.
Παραδόξως όμως, με την ίδια νιτσεϊκή ακεραιότητα προσηλώθηκαν στο ιδεώδες του "ρομαντικού αντικαπιταλισμού" και πολλοί διανοητές προσκείμενοι στη γερμανική δεξιά, αρκετοί εκ των οποίων συντάχθηκαν με το φασισμό. Στις σχετικές εργασίες τους καταγράφεται μια επιστροφή σε μυθικές μορφές σκέψης, αφού καλλιεργούν δοξασίες περί της "αρχέγονης γερμανικής κοινότητας", προβάλλουν τη Γερμανία ως Kulturnation, στρέφονται προς "αρχετυπικές" παραστάσεις κ.λπ. Ανέλπιστα, η στάση του Μπένγιαμιν απέναντι στους εκπροσώπους αυτού του συντηρητικού ιρασιοναλιστικού ρεύματος δεν υπήρξε σε καμιά άλλη περίπτωση τόσο ξεκάθαρη όσο στην περίπτωση του Γιουνγκ, προς τον οποίο έστρεψε τα βέλη της κριτικής του κατά τη δεκαετία του 1930. Αντιθέτως, οι όψεις του έργου του που περιλαμβάνουν ιδέες "δανεισμένες" από διανοητές που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ενίσχυσαν το ιδεολογικό οπλοστάσιο της γερμανικής δεξιάς έχουν βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των σχολιαστών τα τελευταία χρόνια.
Πράγματι, φαίνεται πως ο Μπένγιαμιν σε μια πλειάδα περιπτώσεων επιδόθηκε στο μετασχηματισμό στοιχείων της κριτικής του μοντερνισμού από τα δεξιά, προκειμένου να τα προσαρμόσει στις απαιτήσεις ενός εύρωστου αριστερού πολιτικού-φιλοσοφικού προβληματισμού. Η πιο σκανδαλώδης από τις αιρετικές αυτές επαφές αφορά τη σχέση του με το ναζιστή νομικό Καρλ Σμιτ, από τον οποίο "δανείστηκε" την έννοια της "κατάστασης εκτάκτου ανάγκης" (Ausnahmezustand). Στην όγδοη θέση του Για την έννοια της Ιστορίας γίνεται φανερό ότι το περιεχόμενο που αποδίδει στον όρο "πραγματική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης" ο Μπένγιαμιν, είναι ακριβώς το αντίστροφο από αυτό που εννοεί ο Σμιτ. Ο πρώτος αντικαθιστά το πραξικόπημα του δεύτερου με την Επανάσταση. Παρόμοια "δάνεια" και αντιστροφές έχουν επισημανθεί σε πολλές περιπτώσεις: η ιδέα για την "παρακμή της αύρας" που αναπτύσσεται στο δοκίμιο για την τέχνη προέρχεται μάλλον από τον Άλφρεντ Σούλερ (Alfred Schuler), μέλος του κύκλου του Γκέοργκε~ η θεωρία των διαλεκτικών εικόνων οφείλει πολλά στον Κλάγκες, τον οποίο ο Μπένγιαμιν θαύμαζε από τα φοιτητικά του χρόνια~ η θεωρία της εμπειρίας, στο ύστερο έργο του, έχει δεχθεί σημαντικές επιδράσεις από την αντίστοιχη του Γιούνγκερ, κ.ο.κ.^5^
Αξίζει εδώ να επισημάνουμε ότι η επίδραση της σκέψης του Σμιτ αφήνει ορατά ίχνη στο έργο του Μπένγιαμιν ουσιαστικά από το Trauerspiel κι έπειτα. Επομένως, η απόδοση της λέξης Ernstfall (κρίσιμη περίσταση –ο μεταφραστής της αγγλικής έκδοσης την αποδίδει crisis^6^) ως "κατάσταση έκτακτης ανάγκης" (σ. 10) αποτελεί μεταφραστικό ατόπημα ικανό να δημιουργήσει παρανοήσεις.
Πώς όμως ερμηνεύεται η τάση του Μπένγιαμιν να επιζητά τόσο συχνά αυτή την επίδραση από τα δεξιά, να εμπνέεται από τις ανορθολογικές θεωρίες των πρωτοφασιστών και να τις θέτει, αφού τις μετασχηματίσει τόσο που να είναι δύσκολα αναγνωρίσιμες, στα θεμέλια των πολιτικών και φιλοσοφικών του στοχασμών; Εκτός από την έλξη που ασκούσαν τα μυστικιστικά στοιχεία στην ιδιότυπη θρησκευτικότητά του, μια ακόμα αιτία πρέπει να έχει να κάνει με τη σχετική φιλοσοφική ένδεια του αριστερού λόγου κατά την περίοδο της πνευματικής του ωρίμανσης. Στον φιλοσοφικό αέρα που απέπνεε η εκλαϊκευμένη εκδοχή του μαρξισμού στα χρόνια αυτά (αλλά μέχρι και πολύ πρόσφατα) στροβιλιζόταν σε σύννεφα η σκόνη του εγελιανισμού. Η ιστορική εξέλιξη παρουσιαζόταν να υπακούει σε ένα ανελικτικό σχήμα με τελικό στόχο την αταξική κοινωνία, εντός του οποίου η αντιθετική δράση κάθε ζεύγους δυνάμεων μοιραία αίρεται στην πορεία προς μια παγκόσμια τελική συμφιλίωση. Όταν ο Μπένγιαμιν στα 1940 είχε ήδη παρακολουθήσει από κοντά την εκμετάλλευση των αστικών "δοξασιών" περί της προόδου από την ιδεολογία του ναζισμού, είχε κάθε λόγο να μέμφεται τους φορείς της αριστεράς που τις καλλιέργησαν: "Τίποτε δεν έχει διαφθείρει τον Γερμανό εργάτη πιο πολύ όσο η δοξασία πως αυτός ακολουθεί το ρεύμα. Νόμιζε πως ακολουθεί τη ροή ενός ποταμού που η κλίση του είναι η τεχνολογική ανάπτυξη. Από εκεί δεν έμενε παρά ένα βήμα μέχρι την ψευδαίσθηση πως όταν δουλεύει κανείς στο εργοστάσιο προσφέρει μια πολιτική υπηρεσία επειδή αυτή η δουλειά είναι ενταγμένη στο συρμό της τεχνολογικής προόδου".^7^
Βρίσκεται κανείς προ εκπλήξεως κάθε φορά που διαπιστώνει από πόσο βαθιά στρώματα της σκέψης (αν όχι της ύπαρξης) του Μπένγιαμιν πηγάζει η εχθρότητά του προς κάθε θεωρία προόδου. Δεν είναι ασφαλώς κάποια στείρα εμμονή, αφού μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο ως άμεση απόρροιά της, τόσο ξεχωριστής, συνολικής του αντίληψης για την ιστορία. Ο Μπένγιαμιν δεν έκανε ποτέ καμιά απόπειρα να παρουσιάσει την τελευταία σαν απόσταγμα της εξωτερικής εμπειρίας (της τραγικής ιστορικής οπισθοδρόμησης που έζησε η γενιά του με την άνοδο του ναζισμού), ούτε ως άμεσο συμπέρασμα κάποιων θεωρητικών προκείμενων (της σύμφυτης με το ρομαντισμό νοσταλγίας ενός μακρινού αρμονικού παρελθόντος), αλλά ούτε και ως θρησκευτική δέσμευση στην εβραϊκή του καταγωγή. Το ότι τα ιστορικά γεγονότα στη διάρκεια της ζωής του επιβεβαίωσαν αυτή την ήδη σχηματισμένη αντίληψη συνεχούς καταστροφής, ενώ η ακαδημαϊκή του καλλιέργεια του επέτρεψε να αναδείξει την απαράμιλλη αξία των σκονισμένων, ντεμοντέ ιδεών του ρομαντισμού όταν ενεργοποιούνται προς μια κριτική του μοντερνισμού και, τέλος, το ότι η δεξιοτεχνική αλληγορική του αναγνωστική ικανότητα εφαρμοσμένη στα ιερά κείμενα του ιουδαϊκού μεσσιανισμού του ενίσχυσε την αίσθηση ότι είναι επιφορτισμένος με τη λύτρωση των προγόνων, όλα αυτά μοιάζουν σαν κάποιου είδους "εξωτερικές συμπτώσεις". "Συμπτώσεις" όμως αναπόδραστες, που η επιτέλεσή τους είχε προδιαγραφεί με ακρίβεια, χάρη στην αόρατη δράση του περίφημου "μυστικού δείκτη"^8^ πάνω στη δική του ζωή. Η ιδιότυπη θρησκευτικότητά του, η θεολογία που εμποτίζει τη σκέψη του, σχετίζεται μάλλον με τη μυστική δράση αυτού του δείκτη παρά με οτιδήποτε άλλο.
Στη σκέψη του Μπένγιαμιν, η άρνηση της κατεστημένης αντίληψης για τη φύση του ιστορικού χρόνου προηγείται κάθε θετικού προσδιορισμού και φαίνεται να παίζει τον κύριο συνδετικό ρόλο μεταξύ των ετερογενών συστατικών που συμβάλουν στην συνολική του πνευματική συγκρότηση. Η ιστορική του αίσθηση μοιάζει να συγκλίνει άλλοτε προς την νιτσεϊκή θεωρία της αιώνιας επιστροφής και άλλοτε στην ουτοπική και αναστηλωτική παράδοση του ιουδαϊκού μεσσιανισμού. Στα ρεύματα αυτά, που γνώριζαν μεγάλη διάδοση στους Εβραίους διανοούμενους της Κεντρικής Ευρώπης, ο ιστορικός χρόνος αντιπροσωπεύει την έκπτωση από μια πρωταρχική παραδείσια κατάσταση, μια τιμωρία για το προπατορικό αμάρτημα, που πρόκειται να διακοπεί με την έλευση του Μεσσία. Αλληγορικές ερμηνείες αυτού του χονδρικού σχήματος, διανθισμένου με σχετικά περιθωριακές διδασκαλίες (συνήθως καββαλιστικής προέλευσης), κρατούσαν τους Εβραίους που ριζοσπαστικοποιούνταν σε κάποια απόσταση από τον εκχυδαϊσμένο μαρξισμό που είχε για έμβλημά του τη βεβαιότητα της κοινωνικής προόδου. Η προβληματική τους σχέση με τον κρατικό μηχανισμό, που συχνότατα καλλιεργούσε και ενίοτε νομιμοποιούσε τον αντισημιτισμό, σε συνδυασμό με την απουσία κράτους του Ισραήλ, οδηγούσε αρκετούς απ' αυτούς σε αντικρατικές θεωρήσεις, που σημάδευαν τον ελευθεριακό κομμουνισμό και τον αναρχισμό σαν προνομιακές πολιτικές κατευθύνσεις.
Όλα αυτά τα στοιχεία δεν είναι δύσκολο να ανιχνευτούν στις λίγες σελίδες του δοκιμίου για τη βία. Το αφετηριακό του σημείο είναι η, δανεισμένη από το Σορέλ, διάκριση μεταξύ πολιτικής γενικής απεργίας και προλεταριακής γενικής απεργίας. Το ζήτημα ήταν άκρως επίκαιρο αφού λίγο νωρίτερα, την άνοιξη του 1920, η Γερμανία συγκλονίστηκε από τη μαζικότατη γενική απεργία που ανέτρεψε το ακροδεξιό πραξικόπημα του Καπ και ενίσχυσε τη θέση της σοσιαλδημοκρατίας (δηλ. του USPD). Σύμφωνα με τον παραπάνω διαχωρισμό επρόκειτο για μια πολιτική γενική απεργία, για ένα διαπραγματευτικό μέσο, που δεν σκόπευε στη (μεσσιανική, κατά την πολιτικο-θεολογική ορολογία του Μπένγιαμιν) διακοπή του καθεστώτος κυριαρχίας, αλλά σε μια εγκόσμια επαναδιευθέτηση των όρων άσκησης της κυριαρχίας αυτής –όρων που σχετικά αβίαστα μετατοπίστηκαν κατά την επόμενη δεκαετία προς την επικράτηση του φασισμού. Ήταν μια χαμένη ευκαιρία για ένα "μεσσιανικό πέρασμα", κατά το οποίο η "θεϊκή βία" του προλεταριάτου θα μπορούσε να καταστρέψει κάθε προϋπάρχον νομικό πλέγμα. Εάν η πολιτική γενική απεργία επιχειρεί να θεσπίσει καινούριο δίκαιο, η προλεταριακή γενική απεργία αποσκοπεί στην καταστροφή του δικαίου. Γιατί το δίκαιο, όπως μας λέει από τις πρώτες αράδες του δοκιμίου ο Μπένγιαμιν, δεν ταυτίζεται με τη δικαιοσύνη.
Η παραπάνω μεσσιανική/επαναστατική επίκληση της προλεταριακής γενικής απεργίας ως τομής του εγκόσμιου γίγνεσθαι φέρει εντός της το αίτημα της αποκατάστασης των ισορροπιών που ανέτρεψε η νεωτερικότητα. Η διάσταση μεταξύ σκοπών και μέσων εμπλέκει κάθε απόπειρα κριτικής της βίας (η οποία ανήκει στην "επικράτεια των μέσων") στη διερεύνηση αφενός των όρων δικαίωσης των σκοπών και αφετέρου του καθεστώτος νομιμότητας των μέσων. Οι δυο αντίστοιχες θεωρίες του δικαίου, το "φυσικό δίκαιο" και το "θετικό δίκαιο", συναντώνται μόνο όταν θεσπίζονται νόμοι που αποσκοπούν στη δικαιοσύνη με τη βοήθεια νόμιμων μέσων. Κι αν οι όροι νομιμοποίησης των μέσων που παρέχονται από την δυνατότητα ιστορικής επικύρωσης συγκροτούν μια "επαρκή θεωρητική βάση", η θεωρία του φυσικού δικαίου κρίνεται εντελώς ανεπαρκής να μας προσφέρει ένα ασφαλές κριτήριο δικαιοσύνης, κάνοντας την συνολική διερεύνηση ιδιαιτέρως προβληματική. Όμως, αίφνης, η επαναστατική γενική απεργία δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγοριοποίηση. Δεν είναι μέσο για κάποιον εξωτερικό σκοπό όπως η "γυμνή" βία αλλά, αντιθέτως, εμπεριέχει το σκοπό της και γι' αυτό ο Μπένγιαμιν την χαρακτηρίζει ως "καθαρό μέσο". Ως τέτοιο είναι "απαλλαγμένο από βία", αφού "κάθε μορφή βίας ως μέσο είναι είτε βία που θεσπίζει, είτε βία που συντηρεί το δίκαιο. Όταν δεν αξιώνει τίποτα απ’ αυτά τα δυο, παραιτείται από κάθε εγκυρότητα" (σελ. 16).
Τελειώνοντας, ας αναφέρουμε ότι, όπως μας πληροφορεί ο Αντρέας Πόλτερμαν, το Zur Kritik der Gewalt "είχε σχεδιαστεί ως τμήμα μιας μεγαλύτερης πραγματείας πάνω στη θεωρία της πολιτικής. Το πρώτο μέρος είχε τελειώσει, μάλλον όμως χάθηκε, και θα έφερε τον τίτλο 'Ο αληθινός πολιτικός'. Το δεύτερο μέρος υπό τον τίτλο 'Η αληθινή πολιτική' θα περιείχε τα κεφάλαια 'Αποκλιμάκωση της βίας' και 'Τελεολογία χωρίς τελικό σκοπό'. Μας είναι άγνωστο κατά πόσο το δοκίμιο Zur Kritik der Gewalt είναι ταυτόσημο με το σχεδιαζόμενο κεφάλαιο για την αποκλιμάκωση της βίας ή αν αποτελεί μάλιστα την τελική του μορφή".
1. Μια εξαιρετική και εκτεταμένη περιγραφή των συνθηκών διαμόρφωσης και των εσωτερικών διαφοροποιήσεων, ζυμώσεων κ.λπ. αυτού του "ζεστού" ρεύματος των Εβραίων ριζοσπαστών της Κεντρικής Ευρώπης στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα μπορεί να βρει κανείς στο, πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά, βιβλίο του Michael Lowy, Λύτρωση και ουτοπία, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2002.
2. Στο ίδιο, σελ. 158.
3. Βλ. την εισαγωγή στην αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Richard Wolin, Walter Benjamin: An Aesthetic of Redemption, University of California Press, 1994, σελ. xxvi.
4. Οι φράσεις του Σορέλ που παραθέτει ο Μπένγιαμιν στο δικό του δοκίμιο για τη βία προέρχονται από το Reflexions sur la violence (Στοχασμοί για τη βία –1908), ένα βιβλίο με καθοριστική επίδραση στους νέους μαρξιστές της γενιάς αυτής. Ο Λούκατς χαρακτηριστικά ομολογεί, στον πρόλογο του 1962 στη Θεωρία του μυθιστορήματος, πως τα χρόνια αυτά βρισκόταν "κάτω από την επίδραση του Σορέλ".
5. Για τις επιδράσεις αυτές δες την εισαγωγή στην αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Richard Wolin, ό.π., σελ. xxvii-xxxix.
6. Βλ. Walter Benjamin, One-Way Street and Other Writings, Verso 2000 (επανέκδ.), σελ. 137.
7. Από την ενδέκατη θέση του "Για την έννοια της ιστορίας" σε μτφρ. Γ. Φαράκλα και Α. Μπαλτά, περ. Ο Πολίτης, 21 Νοέμβρη 1997, τχ. 43, σελ. 36.
8. Για τον "μυστικό δείκτη", που εμφανίζεται σε λίγες αλλά άκρως ενδιαφέρουσες αναφορές στο έργο του Μπένγιαμιν, βλ. το κείμενο του Γιώργου Σαγκριώτη, "Δείκτες, Βέλη, Μονάδες" στο περιοδικό Ουτοπία, τχ. 48, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2002.
9. Βλ. Andreas Poltermann, "Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και η πολιτική", στο Η Κριτική Θεωρία σήμερα, επιμ. Γεράσιμος Κουζέλης, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2000, σελ. 96.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου