Τότε, βέβαια, δεν είχα γρατζουνιστεί από προφορά επτά νήσων, ούτε και μπορούσα να υποψιαστώ πως ο αστιγματισμός αποτελεί ερωτογενή ζώνη. Θόλωνε από ανεπαίσθητες φωτιές και υψώματα αναζητούσε. Πάντα μπροστά στη θάλασσα γάτες ταϊζοντας και περίπτερα. Ύστερα, περάσαν χρόνια πολλά, το καφενείο που ήτανε μεγάλη καταδικασία έκλεισε. Η εφηβεία, άταφος νεκρός, αποσυντέθηκε ξάφνου και κύλησε αλλού. Μόνο η γεύση του γαρυφαλέλαιου από παλιά σφραγίσματα τηρείται. Και παντρεμένοι πρώην γνωστοί κάθε δυο χρόνια.
Στη σκοτεινή αίθουσα τη γεμάτη λέξεις λέξεις δε βρέθηκαν. Δεν ήταν ο καιρός. Μιας άλλης εποχής η επαρχιακή σεμνότητα. Κι ο ναυτικός πατέρας μόνος να βάζει το κρασί και να μην πίνει. Δεν πίνει πια. Μόνο καπνίζει.
Κι εγώ, σ' απόκεντρα μικρό βιβλιοπωλείο εγκλωβισμένος να καπνίζω συνεχώς. Θά' ρθει ξανά Τετάρτη.
3 σχόλια:
Αν είναι να γράφεις τέτοια, συνέχισε να παραμένεις εξαφανισμένος!
Λέω να επανεμφανιστώ (βγαίνοντας από τη ντουλάπα σαν τον Τζον Αυλακιώτη). Δε σας βλέπω καλά εκεί στα χιλτονόμπαρα... Ακόμα κι η παρακμή έχει την παρακμή της...
Για ποιά χιλτονόμπαρα ομιλείτε? Έχετ μπερδευτεί... Το Μπαλτάσαρ είναι έξοχο και πολύ χάι κλάς(ε) κατάστημα στους Αμπελόκηπους, παράρτημα του γνωστού στη Βηθλεέμ. Τσ τσ τσ! Δεν κατέχετε γρι τα της νυχτερινής Αθήνας! Mon dieu!
Δημοσίευση σχολίου